Αν και ο 16ος αιώνας είναι ο πιο βαθύς αιώνας της σκλαβιάς και τα στοιχεία γι’ αυτή την εποχή είναι λιγοστά, η Καλλιρόη Παρρέν στη μελέτη της με τίτλο «Η ιστορία της γυναικός 1530 – 1896» στέκεται με θαυμασμό μπροστά σε μια γυναίκα που η δράση της ξεπερνάει την εποχή της. Η Ρεβούλα Μπενιζέλου είχε γονείς τον Άγγελο Μπενιζέλο, απ’ τους δημογέροντες της Αθήνας τη Συρίγα απ’ την οικογένεια των Παλαιολόγων.
Η μητέρα της την ασκούσε από μικρό κοριτσάκι στις ελεημοσύνες και έτσι ο λαός μιλούσε με λαχτάρα γι’ αυτή τη μικρή που χαίρονταν τόσο να προσφέρει. Στην εποχή που τα κορίτσια δεν μάθαιναν γράμματα, η Ρεβούλα απόκτησε μια πλατιά μόρφωση.
Για να μην την αρπάξει δια της βίας ο Τούρκος για το χαρέμι του, οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί πολύ νωρίς, μόλις 14 ετών. Ο άντρας της δύστροπος και κακός της έκανε τη ζωή μαρτύριο. Τρία χρόνια κράτησε τούτη η δυστυχία. Ξαφνικά, σε ηλικία 17 ετών, με το θάνατο του συζύγου της η Ρεβούλα έμεινε χήρα. Παρά τις πιέσεις των δικών της δεν δέχονταν να παντρευτεί γιατί ήταν προσανατολισμένη σε άλλη πορεία.
Αποφασίζει να κάνει τον πόνο μαλακότερο, την σκλαβιά ελαφρότερη. Με τη μεγάλη περιουσία που έμεινε στη διαχείρισή της μετά το θάνατο των γονιών της, χτίζει στην καρδιά της Αθήνας, λόγο πιο πάνω απ’ τη σημερινή Μητρόπολη των Αθηνών, στον περίγυρο της Εκκλησίας του Αγίου Αντρέα, τον Παρθενώνα της – γύρω στο 1571 – και σ’ αυτόν αφιερώνει την περιουσία της.
Σ’ αυτό το μοναστήρι ζούσε η αρχόντισσα Ρεβούλα που έγινε μοναχή και πήρε το όνομα Φιλοθέη, με συντροφιά τις γυναίκες που δούλευαν στο πατρικό της σπίτι. Τα κορίτσια κάθονταν σε περιποιημένα καλιά, ενώ η Αγία είχε για τον εαυτό της ένα ασκηταριό, που κατέβαινε με πολλά σκαλοπάτια.
Θεωρεί χρέος πρώτα η γυναίκα να μάθει γράμματα, γιατί αυτή ανατρέφει τα παιδιά. Το πρώτο σχολείο θηλέων στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδος και της Ευρώπης άνοιξε στο μοναστήρι της Κυράς.
Σιγά-σιγά ξεφύτρωσαν κοντά στον Παρθενώνα γηροκομείο, νοσοκομείο, ξενώνας για να φιλοξενούνται οι περαστικοί, ορφανοτροφείο. Η ίδια είχε καθημερινή προσωπική φροντίδα στους γέρους, τους αρρώστους και τα ορφανά.
Εκτός από τις 150-200 μοναχές, πλήθος γυναικών καταφεύγουν για δουλειά στο μοναστήρι, αλλά και μεγάλος αριθμός ανθρώπων εργάζονταν στα κτήματα του μοναστηριού.
Αγνοώντας τους ψιθυρισμούς και τις κοινωνικές επικρίσεις των Αθηναίων, το μοναστήρι της Κυράς αγκάλιαζε στη θαλπωρή του πολλές παραστρατημένες έγκυες γυναίκες, τις συντηρούσε μέχρι τη γέννα και ύστερα στο ορφανοτροφείο, που κυρίως γι’ αυτά τα παιδιά προορίζονταν, μπορούσαν τίμια να αναθρέψουν τα παιδιά τους.
Ο ανθρώπινος πόνος τη συγκλονίζει, αγοράζει παρθένες απ’ τα σκλαβοπάζαρα, βοηθάει αιχμαλώτους να δραπετεύσουν, δίνει μπαξίσια και παίρνει χριστιανές απ’ τα χαρέμια.
Δεν διστάζει παρά τις διαμαρτυρίες των μοναχών να αδειάσει τα κελάρια του μοναστηριού και να στραγγίσει το λάδι στο ροΐ για να γλυτώσει τον κόσμο από τη βαρειά πείνα που έπεσε στην Αθήνα.
Το οργανωτικό και επιχειρηματικό πνεύμα της Φιλοθέης την έκανε να ανακατευτεί με όλων των ειδών τα κοινωνικά έργα. Στον Μαραθώνα, στα Παραδείσια, στην περιοχή κάτω από τα Τουρκοβούνια, ακόμα και στη Τζιά ο Παρθενώνας απέκτησε μετόχια. Ακόμα και πηγάδια άνοιξε για να υδροδοτούνται οι οικισμοί και οι κήποι. Ο Τούρκος ποτέ δεν χώνεψε τούτη την καλόγρια που ξόδιαζε αλύπητα για να ελευθερώσει σκλάβες κι είχε μετατρέψει το μοναστήρι σε εστία εθνικής ακτινοβολίας.
Και η ευκαιρία βρέθηκε. Σε μια ολονυχτία στις 2 Οκτωβρίου – παραμονή της γιορτής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου – στο μετόχι του Αγίου Αντρέα στα Πατήσια μπήκαν πέντε Τούρκοι νύχτα, σαν σίφουνας στην Εκκλησία.
«Ήρπασαν την Φιλοθέη και από τας περισσάς μάστιγας και τα τραύματα την άφησαν ημιθανή». Ούτε κατής Τούρκος να δικάσει, ούτε φυλακή, ούτε τίποτα άλλο.
Έζησε ως τις 19 Φεβρουαρίου του 1589, μέρες μαρτυρικές, γιατί ποτέ δεν συνήλθε από τις φριχτές κακώσεις.
Δέκα χρόνια μετά την κοίμησή της κλήρος και λαός παρακίνησαν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ανακήρυξε Αγία τη Φιλοθέη.
Από το περιοδικό «Ιεραποστολικός Ταχυδρόμος»