Όταν ετοιμάζουμε γιορτές οι νεοέλληνες, τις πιο πολλές φορές, λίγο σκεφτόμαστε το βαθύτερο νόημά τους. Συνήθως στεκόμαστε στα δώρα, στο τραπέζι, στο ντύσιμό μας, πράγματα που θυμίζουν βέβαια γιορτές, αλλά αυτά μας καλύπτουν μόνον εξωτερικά. Έτσι, μέσα μας μένουμε συνήθως ακάλυπτοι, κενοί, ακόμα και παγεροί, παρά την οικογενειακή ζεστασιά, που τεχνιέντως εμφανίζουμε.
Ήθελα να πω, πως αν πηγαίναμε σε έναν πνευματικό πατέρα τις μέρες αυτές και τον ρωτούσαμε τι να κάνουμε για τα Χριστούγεννα, θα ήταν πολύ λιτός στις απαντήσεις του, αλλά σίγουρα ουσιαστικός.
Κάποτε, στις διακοπές των Χριστουγέννων, καθώς βρεθήκαμε στο σπίτι μαθητή για τη γιορτή του, κάποιος πρότεινε έναν περίπατο στη γύρω περιοχή της πόλης μας, για την επόμενη μέρα. Δέχτηκαν όλοι. Δέχτηκα κι εγώ να τους συνοδεύσω. Ξεκινήσαμε την άλλη μέρα κάπως αργά, επειδή το κρύο ήταν τσουχτερό. Ήταν πολλά παιδιά στη συντροφιά. Ο Δημήτρης, ο Χρήστος, ο Βαγγέλης, η Τασούλα, η Βασιλική, ο Γιώργος, κάτι γειτονόπουλα μεγαλύτερης και μικρότερης τάξης, όλα καμιά δεκαπενταριά παιδιά.
Όπως βρεθήκαμε έξω από την πόλη τα παιδιά έπαιξαν, περπάτησαν, κουράστηκαν και κρύωσαν. Τότε αποφασίσαμε να «πεταχτούμε» κι ως το Μοναστήρι. Γιορτές που ήταν, κάτι θα είχαν να μας προσφέρουν εκεί. Και πράγματι, μαζί με τη ζεστασιά, κεραστήκαμε χουρμάδες, καρύδια και γλυκά.
Τελικά, ανάμεσα στα γέλια, τις ντροπαλότητες και τους ψιθύρους των παιδιών, ανακαλύψαμε πως ο γέροντας, που μας διακονούσε, ήταν σοφός άνθρωπος στην κυριολεξία. Ήταν απλός, μειλίχιος, υπομονετικός με τα παιδιά και χαρούμενος. Όταν τον ρώτησε κάποιος για το Μοναστήρι, έτσι για να ακούσουμε κάτι, τελικά δεν θέλαμε να διακόψουμε το γέροντα, γιατί ο λόγος του μας γοήτευσε. Και παρά την αρχική επιφύλαξη, ζεστάθηκαν οι καρδιές και άρχισαν τα παιδιά να ρωτούν διάφορα. Και τι δε ρώτησαν το γέροντα. Για προβλήματα του καιρού μας, αλλά και για το μέλλον. Ακόμα και για το θάνατο ρώτησαν. Όλα τα εύρισκαν σωστά και ωραία.
Κάποιος μαθητής, πιο προσγειωμένος αυτός, ρώτησε το γέροντα, πώς θα μπορούσαμε και στο σπίτι, στον κόσμο γενικά και στην κοινωνία, να είμαστε γαληνεμένοι και ήρεμοι, όπως εκεί στο μοναστήρι.
Η απάντηση του γέροντα ήταν απλή και επίκαιρη. Αν παιδιά, είπε, σκέφτεστε συχνά ότι για σας, για μας, για τον καθένα χωριστά γεννήθηκε ο Χριστός, θα αισθάνεστε σαν τους άρχοντες. Θα αισθάνεστε δηλαδή σπουδαίοι, καθόλου μόνοι και πάντα αισιόδοξοι, χωρίς απελπισία. Θα έχετε χαρά, γιατί για σας ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, θα αισθάνεστε όμορφα για την τιμή, αλλά θα έχετε και σιγουριά για τον εαυτό σας.
Για μένα, θα λέτε, έγιναν όλα όσα γιορτάζουμε; Είμαι λοιπόν τόσο σπουδαίος; Και θα προχωρείτε σταθερά, χωρίς φοβίες και ανασφάλειες, αλλά και χωρίς εγωισμούς, γιατί θα γνωρίζετε ότι όλα αυτά είναι του Χριστού αποτέλεσμα.
Αυτό οι επιστήμονες το ονομάζουν αυτοπεποίθηση, αλλά δεν το εννοούν πάντα ορθόδοξα και έτσι βγάζουν συχνά τον άνθρωπο στη μοναξιά και του λένε να πορευτεί μόνος του, για να τα βγάλει πέρα. Εκείνος βλέπει τις δυσκολίες, βλέπει πως είναι μόνος στ’ αλήθεια, κόβεται απ’ την πηγή που μπορεί να τον τροφοδοτήσει, το Θεό, και δεν μπορεί να πορευθεί. Έτσι μένει μόνος κι αντί να βρεθεί στην ανθρώπινη κοινωνία για να την ομορφύνει και να την κάνει παράδεισο με τον αγώνα του, ψάχνει για άλλους παραδείσους… Τα αποτελέσματα τα βλέπετε. Κάθε μέρα πενθούμε νέους ανθρώπους. Γι’ αυτό σας λέγω, κατέληξε ο γέροντας. Αν η αυτονόμηση του ανθρώπου από το Θεό τον οδηγεί στο θάνατο, η κοινωνία μαζί Του τον οδηγεί στη ζωή. Εσείς ξανασκεφτείτε το.
Ύστερα από τη συζήτηση αυτή γυρίσαμε στην πόλη μας, γιατί πήρε να βραδιάζει. Η περιπέτεια, όμως, και ο ζωντανός λόγος του ανθρώπου του Θεού, χάραξε, πιστεύω, βαθειά το θεϊκό λόγο στις καρδιές των παιδιών. Το σίγουρο είναι ότι τέτοιες συζητήσεις και βιώματα αποτελούν ένα είδος ανταλλαγής δώρων, που έχουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς σου θυμίζουν μέσα στο χρόνο, τα πρόσωπα, τα γεγονότα που έχεις ζήσει και αυτά μπορεί να ενδιαφέρουν και τους άλλους.. Κι αν έχεις μάθει να πορεύεσαι προς το στόχο σου κι αν έχεις πιστέψει στην ομορφιά και την τελειότητά του, τότε, κι αν ακόμη έχεις διαπιστώσει με τον ποιητή ότι είναι «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ τη χώρα», θα πετύχεις ό,τι ο ίδιος ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, διαπιστώνει:
«Κι αν είναι πλήθος τ’ άσκημα κι αν είναι τ’ άδεια αφέντες, φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω, να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη, ένας φτάνει».
Και για να είναι τα φετινά Χριστούγεννα διαφορετικά, πιο πνευματικά και νοηματοδοτημένα, να ψάξουμε, μαζί με τον υμνωδό, να βρούμε κάτι αληθινό και να προσφέρουμε ως δώρο στο Χριστό. Ας αναλογιστούμε λοιπόν:
«Σαν τι να Σου προσφέρουμε Χριστέ στη γέννησή Σου, που ήρθες στη γη μόνο για μας κι ως άνθρωπος εφάνης; Γιατί το κάθε πλάσμα σου, που έγινε από Σένα, σαν ταπεινό «ευχαριστώ» και κάτι Σου προσφέρει. Οι Άγγελοι τις ψαλμωδιές, οι ουρανοί τ’ αστέρι, οι μάγοι κι οι βοσκοί την πίστη τους στο θαύμα. Η γη προσφέρει τη σπηλιά, η έρημος τη φάτνη… Κι εμείς; Τι Σοι προσενέγκωμεν Χριστέ; Τι να Σου προσφέρουμε Χριστέ στη γέννησή Σου;».
Κάποτε, πάντως, Εκείνος αποκάλυψε, τι δώρο θα ήθελε απ’ τους ανθρώπους. «Υιέ μου δος μοι σήν καρδίαν». –
Χ Ρ Ο Ν Ι Α Π Ο Λ Λ Α !
Ευαγγελία Τσαγκαρλή-Διαμάντη
Δρ Θεολογίας – Ms Φιλολογίας