Καλησπέρα σας φίλες, φίλοι και μέλη του Συνδέσμου Ορθοδόξων Γυναικών Ευρώπης. Να έχομε μια όμορφη, ευλογημένη Χρονιά. Ο νέος χρόνος ας γίνει για μας ένα νέο, ελπιδοφόρο ξεκίνημα, που, όσο κόπο κι αν απαιτεί, να μας βγάλει σε ξέφωτο.
Ήδη πέρασε το Άγιο Δωδεκαήμερο. Η εορταστική ατμόσφαιρα, τα φώτα και τα στολίδια έδωσαν τη θέση τους στην καθημερινότητα, δύσκολη και επίπονη πολλές φορές.
Όμως σε όλους έχει μείνει ακόμη εκείνη η γλυκιά αίσθηση που αφήνουν οι όμορφες γιορτινές μέρες είτε ήταν οι υπέροχες πανηγυρικές ακολουθίες των μεγάλων αυτών εορτών ή όλη η ζεστασιά, η θαλπωρή που γεννά η οικογενειακή συγκέντρωση γύρω από το γιορτινό τραπέζι, τα δώρα και οι εκδηλώσεις αγάπης που πήραμε ή δώσαμε ή όλα αυτά μαζί.
Μπορεί ο Χριστός να γεννιέται κάθε μέρα για μας, να βαπτίζεται κάθε μέρα για μας, να σταυρώνεται και να ανασταίνεται κάθε μέρα για μας, όμως, όταν γιορτάζεται και ημερολογιακά, όπως το όρισε ή Εκκλησία, αφού και οι λατρευτικές ακολουθίες είναι ανάλογα γιορταστικές, τότε γίνεται ακόμη πιο έντονη η βίωση του γεγονότος εκείνες τις ημέρες.
Νιώσαμε πιο έντονα ακόμη την ταπείνωση του Κυρίου που έγινε άνθρωπος για να θεώσει εμάς, τα πλάσματά του. Νιώσαμε πιο έντονα την απύθμενη αγάπη Του να σκηνώσει στην μήτρα μιας γυναίκας, ενός ανθρώπου, ολόκληρος Θεός, για να μας χαράξει το δρόμο για μια Νέα κτίση, μια καινούργια ζωή γεμάτη ελπίδα.
Νιώσαμε πιο έντονα την παρουσία της Αγίας Τριάδος στην ακολουθία των Θεοφανείων, όταν ο αναμάρτητος καταδέχτηκε να βαπτιστεί για να καθαρίσει τις αμαρτίες ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Αναθαρρήσαμε και ακουμπήσαμε με σιγουριά την ψυχή μας στην αγάπη Εκείνου, που για άλλη μια φορά μας έδωσε δύναμη και κουράγιο, ώστε να αναφωνούμε «Μεθ’ ημών ο Θεός», γιατί η σκόνη και το θάμπος της καθημερινότητας, δυστυχώς για μας, εμποδίζει κάποιες φορές να διακρίνουμε καθαρά ότι «Μεθ’ ημών ο Θεός».
Και ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο μεγάλες δεσποτικές εορτές άλλη μεγάλη εορτή αυτή της Περιτομής του Χριστού, του Μεγάλου Βασιλείου αλλά και της έναρξης του νέου έτους. Ασφαλώς η αρχή του νέου εκκλησιαστικού χρόνου αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, όμως η Εκκλησία μας ευλογεί και την έλευση του νέου ενιαυτού την 1η Ιανουαρίου.
Στο χρόνο θα σταθούμε λίγο σήμερα στη συντροφιά μας. Λίγες σκέψεις, κάποιους προβληματισμούς.
«Μου φτάνει ο χρόνος, δεν μου φτάνει ο χρόνος, έχω ή δεν έχω χρόνο, θα δείξει ο χρόνος, όλα τα γιατρεύει ο χρόνος, ο χρόνος είναι αδυσώπητος» και άλλες πολλές εκφράσεις στην καθημερινή μας ζωή σχετικά με τον χρόνο.
Η έννοια του χρόνου έχει απασχολήσει από τα πολύ παλιά χρόνια τον άνθρωπο. Η θρησκεία, η φιλοσοφία, η επιστήμη πάσχισαν να δώσουν έναν ορισμό στην έννοια «χρόνος» και γνωρίζετε ότι δεν ήταν εύκολη δουλειά ούτε κατέληξαν όλοι στον ίδιο ορισμό. Κάποιοι ακόμη λένε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε έναν ορισμό, γιατί δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοιά του. Ήταν το μεγάλο ερωτηματικό των λαών και των σκεπτομένων λαών. Και όταν δεν μπορούσαν να καθορίσουν την έννοιά του, έπλαθαν μύθους, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, που τον ονόμασαν Κρόνο- Χρόνο και είναι αυτός που τρώει τα παιδιά του.
Αν μας ρωτήσει κάποιος πώς εννοούμε εμείς οι άνθρωποι τον χρόνο, με μεγάλη ευκολία θα απαντούσαμε ότι είναι κάτι που έρχεται και φεύγει και κατά την ροή του λαμβάνουν χώρα κάποια γεγονότα που, όταν περνούν γίνονται παρελθόν, όταν τα περιμένουμε να γίνουν, είναι μέλλον και κατά την διάρκεια που γίνονται, είναι παρόν. Αυτά όμως για τη δική μας απλούστευση και πρακτική, επειδή δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε αλλιώς πως τον χρόνο και θα απορούσαμε π.χ. αν μας πει ένας επιστήμων ότι χρόνος δεν υπάρχει, απλώς γεγονότα υπάρχουν ή υπάρχει χωροχρόνος κλπ.
Ο ιερός Αυγουστίνος στις «Εξομολογήσεις» του (τεύχος Β΄,ια) στην προσπάθειά του να κατανοήσει το πνεύμα των Γραφών, συγκεκριμένα τη φράση « Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην » βρίσκεται αντιμέτωπος με την έννοια του χρόνου. Γράφει σε κάποιο σημείο: «Τι είναι λοιπόν ο χρόνος; Ποιος θα ήταν ικανός να τον ερμηνεύσει εύκολα και σύντομα; Και όμως, όταν μιλούμε, τί πιο γνωστό και τί πιο οικείο από τον χρόνο; Τι είναι ο χρόνος; αναρωτιέται πάλι. Εάν με ρωτήσει κανείς, θα του πω ότι τον γνωρίζω, αλλά, αν θελήσω να τον ερμηνεύσω σ’ αυτόν που με ρωτά, τον αγνοώ ».
Πάντα ο άνθρωπος επεδίωκε να υπολογίζει τον χρόνο, να μετρά τον χρόνο, να κάνει απολογισμό για τον χρόνο που πέρασε, προγραμματισμό γι’ αυτόν που θάρθει. Γι’ αυτό, για πρακτικούς καθαρά λόγους αποφάσισε να ορίσει το χρόνο αρχικά με βάση την εναλλαγή της μέρας με τη νύχτα και αργότερα, πιο συστηματικά, με την κίνηση του ήλιου, όπως αρχικά νόμιζε, τελικά με την περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον ήλιο, που κατέληξε σε μας να έχουμε τα χρόνια, τους μήνες, τις εβδομάδες, τις μέρες, τις ώρες…. Αυτόν τον χρόνο τον ονομάσαμε συμβατικά αντικειμενικό χρόνο και ισχύει για όλους τους λαούς εκτός ορισμένων εξαιρέσεων. Έτσι ο χρόνος έχει δώδεκα μήνες, ο μήνας έχει τέσσερις εβδομάδες η μέρα έχει είκοσι τέσσερις ώρες κ.λπ.
Σε αντίθεση με τον αντικειμενικό χρόνο, για τον άνθρωπο υπάρχει και ο άλλος χρόνος, όπως τον νιώθει και τον βιώνει καθένας ξεχωριστά. Αν δηλαδή έχω αγωνία, ή ώρα δεν περνάει, αν ζω ένα χαρούμενο γεγονός δεν καταλαβαίνω πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος. «Πόσο μακραίνουν οι στιγμές, όταν κανείς προσμένει και κάθε μια γλυκιά στιγμή πόσο γοργά διαβαίνει » λέει ο εθνικός μας ποιητής. Θυμάστε πόσο ατέλειωτη ήταν η νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, όταν είμαστε παιδιά μέχρι να ξυπνήσουμε να βρούμε τα δώρα μας την άλλη μέρα ! Άλλη υπόσταση παίρνει στο νου των παιδιών και άλλη στο νου των μεγάλων. Ο δωδεκάχρονος ανυπομονεί πότε θα μεγαλώσει και δεν περνούν τα χρόνια για να γίνει, όπως οι μεγάλοι, πιο ανεξάρτητος, πιο ελεύθερος. Και αυτός που βρίσκεται στα εβδομήντα του χρόνια, ρίχνει μια ματιά στο παρελθόν και σκέπτεται πόσο γρήγορα έφυγαν τα χρόνια ! Αυτός είναι ο υποκειμενικός χρόνος.
Όμως ο χρόνος στον χριστιανισμό, στην ορθοδοξία, στην πίστη μας παίρνει μια άλλη διάσταση, έχει μια άλλη θεώρηση, αυτή της εσχατολογίας. Ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ο κορυφαίος αυτός θεολόγος του 20ου αιώνα θα πει ότι ο χριστιανισμός στην ουσία του είναι εσχατολογικός και η εκκλησία είναι μία εσχατολογική κοινότητα. Και η ορθοδοξία ή είναι εσχατολογική ή είναι ανορθόδοξη.
Η Γραφή και η πατερική θεολογία αναφέρουν πάρα πολλά σχετικά με το θέμα αυτό.
«Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν.1,1). Επομένως ο Θεός είναι ο δημιουργός όχι μόνο του χώρου, αλλά και του χρόνου, ενώ ο ίδιος προυπήρξε του χρόνου, υπάρχει και θα υπάρχει και μετά το τέλος του χρόνου, μετά την συντέλεια του παρόντος αιώνος που θα τελειώσει και ο χρόνος. Ο Θεός υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει επ’ άπειρον και παντού. Ο Θεός είναι άχρονος.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, υπάρχει ένα κομμάτι χρόνου που έχει αρχή και τέλος. Ξεκινά με την δημιουργία από τον Θεό και τελειώνει με την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, οπότε σταματά ο χρόνος και συνεχίζει η αιωνιότητα. Αλλά μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο τον περιωρισμένο έχουμε την ενσάρκωση, την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού που δίνει άλλη διάσταση και προοπτική, άλλο ρόλο στο χρόνο.
Ο χρόνος πριν την ενσάρκωση είναι ο χρόνος της πτώσεως, ο χρόνος της αμαρτίας, που περίσσεψε τόσο, ώστε, από την άμετρη αγάπη του προς το δημιούργημά του, να στείλει ο Θεός τον Γιο Του τον μονογενή για να μπει ο άχρονος και αχώρητος μέσα στο χρόνο και στο χώρο του ανθρώπου με ένα και μόνο σκοπό τη σωτηρία του πλάσματός Του. Να δείξει επί πλέον ότι και ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να πάρει δυνάμει και κατά χάριν κομμάτι από το άχρονο Του.
Και από τότε άρχισε μια καινούργια πορεία, μια καινούργια ζωή, μια καινή κτίση. Ο χρόνος κόπηκε στα δύο. Δεν ήταν τυχαίο ότι άρχισε η συμβατική μέτρηση του χρόνου από την Γέννηση του Χριστού έτσι, ώστε έχουμε τα προ Χριστού και τα μετά Χριστόν χρόνια.
Με την ενανθρώπησή του χάραξε μια νέα πορεία στο χρόνο, ώστε να τον χρησιμοποιεί ο άνθρωπος με μοναδικό στόχο και σκοπό τη δική του σωτηρία. Ο χρόνος της επίγειας ζωής θα τελειώσει κάποτε για το ανθρώπινο γένος, αλλά μια καινούργια ζωή χωρίς τέλος, χωρίς χρονικά όρια, περιμένει τον άνθρωπο. Αν θα είναι μια αιώνια μακαριότητα ή μια αιώνια καταδίκη, θα εξαρτηθεί από τη χρήση του χρόνου, καλή ή κακή, που έκανε ο άνθρωπος στον περιορισμένο χρόνο της πεπερασμένης ζωής του. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη γράφει: « Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα. Ο γαρ καιρός εγγύς ». Είναι τόσο λίγος ο εδώ καιρός δηλαδή.
Η έννοια του χρόνου στη Καινή Διαθήκη αναφέρεται και με τις λέξεις «αιών», «καιρός», «ημέρα» σε πάρα πολλά σημεία, όπως γνωρίζετε.
«Ο νυν αιών» είναι η παρούσα ζωή και ο «μέλλων αιών» ή ο «αιών ο ερχόμενος» είναι η μέλλουσα ζωή.
«Οι υιοί του αιώνος τούτου» είναι οι άνθρωποι οι προσκολλημένοι στον μάταιο τούτο κόσμο. Ο «θεός του αιώνος τούτου», που επιδιώκει με κάθε τρόπο να κυριαρχήσει στον εδώ κόσμο και χρόνο, είναι ο διάβολος.
Λέει ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. « Ο κόσμος γαρ ούτος τω κόσμω τω άνω εναντιούται και ο αιών ούτος τω άνω αιώνι αντίκειται …Δει τον χριστιανόν κατά τας αγίας γραφάς, αρνησάμενον τον κόσμον, μετατεθήναι και μεταβήναι τω νω εκ τούτου του αιώνος, εν ω έγκειται και δελεάζεται ο νους…, εις αιώνα έτερον (Να μη δίνει προτεραιότητα δηλ. στις υλικές ανάγκες αλλά στις πνευματικές, να μην καρφώνεται ο νους στα του κόσμου τούτου)…«Τούτο δε ουδαμώς δύναται κατορθωθήναι, ει μη η ψυχή πιστεύσει εξ όλης της καρδίας τω Κυρίω, αρνησαμένη τον αιώνα τούτον. Γέγραπται γαρ, ημών δε το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει». Εκεί είναι η πραγματική μας χώρα.
Όλη η διδασκαλία του χριστιανισμού κινείται, εστιάζεται στον πραγματικό προορισμό του ανθρώπου, στην άλλη, την αιώνια, την αληθινή ζωή μέσω όμως της εδώ ζωής, μέσω του τρόπου που θα χρησιμοποιήσει το χρόνο του εδώ, για να εξασφαλίσει τη σωτηρία του, την αιώνια ζωή κοντά στον Πλάστη του.
Από την άλλη πλευρά δε οι Γραφές και οι πατέρες δεν σταματούν να μας υπενθυμίζουν και να μας εφιστούν την προσοχή πόσο και πώς πρέπει να εκμεταλλευτούμε τον εδώ καιρό, γιατί είναι τόσο λίγος. «Ατμίς (σταγόνα ατμού) έσται η ζωή υμών η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε αφανιζομένη» (Ιακ. 4,14).
«Τούτο δε φημί , αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστί» (Α Κορ,7,29). Και σε άλλο σημείο «Άρα ουν ως καιρόν έχομεν, εργαζώμεθα το αγαθόν προς πάντας » (Γαλ.6,10). Λίγη η εδώ ζωή, μια ζωή, που από τη ημέρα που θα γεννηθεί ο άνθρωπος οδεύει προς τον φυσικό θάνατο, που όμως για τον χριστιανό δεν είναι το τέλος, αλλά μια καινούργια αρχή χωρίς τέλος. Ευκαιρία να κάνουμε το καλό προς όλους αδιακρίτως λέγει ο απ. Παύλος. «Εν σοφία (με σύνεση) περιπατείτε προς τους έξω τον καιρόν εξαγοραζόμενοι» (Κολ. 4,5) και αλλού «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισί.» (Εφεσ.5,16).
Δεν μπορούμε επομένως να σπαταλούμε τον εδώ τόσο λίγο χρόνο μας σε άσκοπες ενέργειες, επιβλαβείς και ασύμφορες ψυχικά εις βάρος της αιώνιας πνευματικής μακαριότητας. Οι καιροί δεν δίνουν περιθώρια, γιατί έχει περισσέψει το κακό και οι ευκαιρίες για το καλό είναι πιο σπάνιες και τα εμπόδια πολύ περισσότερα. Άλλωστε «οδίτες (διαβάτες) εσμέν και ου πολίτες του κόσμου» λέει κάποιος από τους πατέρες.
Ίσως πάντα έχουμε εδώ ευκαιρία να μην μένουμε πεισματικά κλεισμένοι, περιχαρακωμένοι στο δικό μας το φθαρτό, τον εγωιστικό μας χρόνο, να μη μένουμε στο μικρόκοσμό μας αιχμάλωτοι αυτού του χρόνου χωρίς να τον αξιοποιούμε, ενώ Εκείνος ήρθε προσκομίζοντας τον δικό του άχρονο χρόνο της Βασιλείας του στον δικό μας χρόνο.
Τώρα με την αλλαγή του συμβατικού χρόνου και την έναρξη του νέου ας είναι οι ευχές μας για ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα προσπάθεια να μπούμε στο χρόνο Εκείνου, το χρόνο της αφθαρσίας, το χρόνο της αιώνιας ευδαιμονίας, το χρόνο της άμετρης αγάπης Του, γιατί εκείνος είναι ο ίδιος Αγάπη.
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.
Αικ. Κεχαγιά – Ορφανίδου
Φιλόλογος
Εκφωνήθηκε την 9η Ιανουαρίου 2012 κατά την εκδήλωση της κοπής της πίττας του Συνδέσμου Ορθοδόξων Γυναικών Ευρώπης.
