Εισαγωγή στην έκδοση του Α’ Τόμου των Απάντων του Αγίου Μάξιμου του Γραικού, που πραγματοποίησε η Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους
Ο πρώτος τόμος των Απάντων του Άγιου Μάξιμου του Γραικού περιλαμβάνει έργα του που συντάχθηκαν επί ρωσικού εδάφους. Είναι γνωστό ότι ο Μάξιμος έζησε και έδρασε στη Ρωσία από το 1518 έως το 1556. το συγγραφικό του έργο όμως δεν καλύπτει ολόκληρο το χρονικό αυτό διάστημα, δεδομένου ότι οι δύο συνοδικές καταδίκες εις βάρος του (1525 και 1531) τον έστειλαν ως έγκλειστο αντίστοιχα στις μονές Βολοκολάμσκ (1525-1531) και Ότροτς στην επισκοπή Τβερ (1531-1551), όπου ήταν υποχρεωμένος να ζει σε απομόνωση, χωρίς δικαίωμα εκκλησιασμού, θείας μεταλήψεως, αλληλογραφίας, με απαγόρευση γραψίματος, με στέρηση των βιβλίων του και για ένα διάστημα σιδηροδέσμιος, καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη. Η κατάστασή του βελτιώθηκε μετά το 1539, μετά την απομάκρυνση από το μητροπολιτικό θρόνο του Δανιήλ (1521-1539), αφού ο τότε επίσκοπος, της Τβερ Ακάκιος, επέτρεψε ελευθερία κινήσεων μέσα στη μονή, διεξαγωγή αλληλογραφίας, χορήγηση χαρτιού και μελάνης κ.α. Από το 1551 ως το 1556 έζησε ελεύθερος πια στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου κοντά στη Μόσχα. Από το 1543 και εξής του επετράπη η Θεία Μετάληψη.
Τα έργα που φιλοξενούνται στον παρόντα τόμο έχουν γραφεί κατά τις ανωτέρω τρεις περιόδους (1518-1525,1539-1551 και 1551-1556), τα περισσότερα όμως στη δεύτερη περίοδο, και ανέρχονται σε 49. Όλα χαρακτηρίζονται, εσφαλμένα, λόγοι, επειδή στο σημείο αυτό ακολουθείται η πρακτική της ρώσικης εκδόσεως του έργου, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη Λαύρα του Αγίου Σεργίου το 1910 και της οποίας μετάφραση αποτελεί η παρούσα έκδοση. Από τους 49 λόγους οι 17 είναι επιστολές (ΙΓ’, ΙΗ’, ΚΖ’, ΜΑ’), οι οποίες έχουν ως αποδέκτες γνωστά πρόσωπα της εποχής εκείνης, όπως είναι ο τότε ηγεμόνας και εν συνεχεία τσάρος της Ρωσίας Ιβάν Δ’ ο Τρομερός (1533-1584) (ΚΗ’, ΛΑ’), ο μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος (1542-1563) (ΚΘ’), ο τέως μητροπολίτης Μόσχας Δανιήλ (1521-1539) (Λ’), ο πανίσχυρος ιερέας Σιλβέστρος, πρωθιερέας στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο (ΛΒ’), ο πρίγκιπας Αντάσεφ (ΛΓ’), ο διάκονος του επισκόπου Τβέρ Ακάκιου Γρηγόριος (ΛΔ’, ΛΘ’), ο πρίγκιπας Δημήτριος (ΛΕ’), ο πρίγκιπας Πέτρος Σούισκι (ΛΖ’), ο Μιχαήλ, γιός του πρίγκιπα Πέτρου Σούισκι (ΛΗ’), ο φίλος του Μάξιμου Γρηγόριος (Μ’). Υπάρχουν όμως και επιστολές, που απευθύνονται ανώνυμα προς παραλήπτες, όπως είναι οι επιστολές: προς κάποιον που επιθυμούσε να γίνει μοναχός (ΙΓ’), προς κάποιο φίλο (ΙΔ’), προς ένα φυλακισμένο (ΙΗ’), προς ορθόδοξους άρχοντες (ΚΖ’), προς μοναχές (ΛΣΤ’) και προς μοναχή (ΜΑ’).
Εκτός από τις ανωτέρω επιστολές, υπάρχει και μια άλλη επιστολή που αποτελεί υπόμνημα που επιδόθηκε στον ηγεμόνα της Ρωσίας Βασίλειο τον Γ’ (1505-1533) (ΚΕ’). Το υπόμνημα αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί μας δίνει το ιστορικό της μεταβάσεως του Μαξίμου στη Μόσχα και το ιστορικό της μεταφράσεως των ερμηνειών του Ψαλτήρος, για την οποία μετέβη ο Μάξιμος στη Ρωσία. Κατά τον Μάξιμο, την πρωτοβουλία για την εκπόνηση της μεταφράσεως είχαν ο ηγεμόνας Βασίλειος ο Γ’ και ο μητροπολίτης Μόσχας Βαρλαάμ (1511-1521). Με επιστολή τους ζήτησαν να μεταβεί στη Ρωσία για την εκτέλεση του έργου ο Σάββας ο Βατοπαιδινός. Λόγω γήρατος, αντί αυτού εστάλη ο Μάξιμος. Ως συνεργάτες του είχε τους μεταφραστές Βλάσιο και Δημήτριο και τους γραφείς Μιχαήλ Μεντοβάρτσεφ και μοναχό Σιλβανό. Το όλο εγχείρημα ολοκληρώθηκε σε δεκαεπτά μήνες. Ως ερμηνευτές-σχολιαστές των Ψαλμών από τον Μάξιμο αναφέρονται οι εξής: ο Ωριγένης, ο Δίδυμος ο Τυφλός, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Αστέριος Αμασείας, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Ησύχιος, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Θεόδωρος Αντιοχείας, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, ο Διόδωρος Ταρσού, ο Σέβηρος Αντιοχείας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Ιωάννης Αλεξανδρείας, οι πρεσβύτεροι Βίκτωρ και Νικόλαος, ο φιλόσοφος Εύδοξος και ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Για σχρδόν όλους τους ανωτέρω ερμηνευτές δίδονται σχόλια και διατυπώνονται αποτιμήσεις των ερμηνειών τους. Ο Μάξιμος στο υπόμνημά του αυτό δεν ξεχνά και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και γι’ αυτό προτρέπει έμμεσα τον Βασίλειο να ενδιαφερθεί για την απελευθέρωσή της. Σκοπός του Υπομνήματος δεν ήταν μόνο ο τονισμός και η αξία της μεταφράσεως και του έργου, αλλά και το αίτημα για επιστροφή του στη Μονή Βατοπαιδίου, αφού περάτωσε το έργο για το οποίο είχε κληθεί. Όμως οι ρωσικές αρχές δεν επέτρεψαν τότε την επιστροφή του. Γι’ αυτό και ο Μάξιμος επανέλαβε το αίτημά του αργότερα στις επιστολές προς τον τσάρο Ιβάν Δ’ τον Τρομερό, προς τον μητροπολίτη Μόσχας Μακάριο και προς τον πρίγκιπα Πέτρο Σούισκι. Τελικά το αίτημά του αντικαταστάθηκε από νέο αίτημα, να του επιτραπεί να λάβει τη Θεία Κοινωνία.
Ο Μάξιμος, όταν βρέθηκε στη Ρωσία και συναναστράφηκε με το λαό και με πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες, διαπίστωσε το μέγεθος της διαφθοράς που κυριαρχούσε στην κοινωνία, από τον απλό λαϊκό ως τον τσάρο και από τον απλό μοναχό ως τον μητροπολίτη Μόσχας. Η συμμετοχή του στα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας ήταν αναπόφευκτη. Ένα από αυτά ήταν η οξύτατη σύγκρουση για το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας. Ο Μάξιμος τάχθηκε στο πλευρό εκείνων που αρνούνταν την κτήση περιουσίας από τις μονές, όχι γιατί ήταν αρνητικός προσωπικά στην απόκτηση περιουσίας, αλλά επειδή πίστευε ότι οι τεράστιες περιουσίες των ρωσικών μονών οδηγούσαν σε πληθώρα εκτροπών. Οι βασικές του θέσεις επί του ζητήματος αυτού εκτίθενται στον Γ’ λόγο, ο οποίος αποτελεί διάλογο μεταξύ Φιλοκτήμονος και Ακτήμονος. Ο συντάκτης του θεωρεί ότι ηαπόκτηση περιουσίας έρχεται σε οξεία αντίθεση προς την υπόσχεση που δίνει ο μοναχός στην κουρά του. Εκτός αυτού ηπεριουσία οδηγεί σε ανεπίτρεπτη ενασχόληση, σε απληστία, σε τοκογλυφία, σε κακομεταχείριση, εκμετάλλευση και εκδίωξη χωρικών, σε τρυφηλό βίο, σε κραιπάλη και ανηθικότητα. Οι θέσεις του αυτές επαναλαμβάνονται και στον Α’ λόγο, που εμφανίζεται με τη μορφή διαλόγου Νου και Ψυχής και στον οποίο εκτίθενται οι απόψεις του για τον πραγματικό μοναχισμό, που θα τον οδηγήσουν στην τελειότητα. Όμως και πολλοί άλλοι λόγοι του συνδέονται άρρηκτα με το μοναχικό βίο, όπως είναι. ο ΣΤ’ (περί αδηφαγίας) ο Ζ’ (περί πειρασμών κατά τα όνειρα), ο ΙΑ’(περί του τρόπου τηρήσεως των υποσχέσεων), ο ΙΒ’ (περι προελεύσεως του μοναχικού βίου και της σημασίας του μεγάλου σχήματος), ο ΙΓ’ (που απευθύνεται προς υποψήφιο μοναχό), ο ΙΔ’ (που αποτρέπει άνδρες να εγκαταλείψουν τις συζύγους τους, για να γίνουν μοναχοί) και ο ΙΣΤ’(επιστολή προς μοναχές).
Η μετάνοια αποτελεί κεντρικό στοιχείο της διδασκαλίας του Μαξίμου, γι’ αυτό και αφιερώνει σε αυτήν πέντε λόγους (Δ, Ε’, ΙΖ’, Κ’ και ΜΑ’). Η μετάνοια συνδέεται άρρηκτα με την ερμηνεία προελεύσεως του κακού και των καταστροφών.
Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Β’ λόγος, που έχει τη μορφή διαλόγου Νου και Ψυχής, δίνει απάντηση στο πρόβλημα της προελεύσεως των παθών και αποτελεί φιλιππικό κατά των αστρολόγων και των δεισιδαιμονιών περί αισίων και αποφράδων ημερών. Ανατρέπει την ιδέα που είχε επικρατήσει την εποχή εκείνη, ότι ο άνθρωπος οδηγείται στην τέλεση της αμαρτίας και του κακού υπό την επήρεια των άστρων και των ζωδίων και από την τύχη (ειμαρμένη). Ο Μάξιμος αποδεικνύει ότι η άποψη «αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την Πρόνοια του Θεού και το αυτεξούσιο του ανθρώπου.
Τα κείμενα του Μαξίμου δεν έχουν ως αποδέκτες μόνο τους μοναχούς (άμεσα ή έμμεσα). Απευθύνονται και προς τους άρχοντες της εποχής εκείνης. Τέτοιοι είναι οι λόγοι Η’ (ηθική διδασκαλία για τους άρχοντες), ΚΣΤ’ (διάλογος με γυναίκα που συμβολίζει τη βασιλεία, για τις παράνομες πράξεις και ατασθαλίες βασιλέων και αρχών), ΚΖ’ (προς ορθόδοξους άρχοντες για χρηστή διοίκηση και αντικειμενική εκδίκαση υποθέσεων), ΚΗ’(που εκθέτει τα καθήκοντα του τσάρου ‘Ιβάν τού Δ’) και ΛΔ’ (για υπομονή στις στενοχώριες).
Ο Μάξιμος σε πολλούς λόγους του ασκεί οξύτατη κριτική στην τυπολατρία, που εκφραζόταν παντοιοτρόπως: με εκτέλεση κανόνων και προσευχών, με ψαλμούς ( Ι’, ΙΕ’), με εικόνες στολισμένες με χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους, με καλλίφωνες μελωδίες, με εύηχες καμπάνες και υμνολογίες, με πολύτιμα μύρα, με θαυμαστούς ύμνους και αίνους, με χρυσοστόλιστα και ασημοστόλιστα ευαγγέλια, με άλλα λόγια με μηχανική τέλεση των τύπων της εξωτερικής λατρείας (Κ’) με την πίστη ότι τα ράσα κάνουν τον καλό μοναχό (Α’), με νηστείες, αγρυπνίες και γονυκλισίες (ΛΣΤ’). Και όλοι οι πιστοί είχαν τη βεβαιότητα ότι με την τυπολατρία ευχαριστούν το Θεό και την Παναγία και θα επιτύχουν τη σωτηρία τους, αν και ο βίος τους ήταν βουτηγμένος στην αμαρτία, τον πλουτισμό, την εκμετάλλευση του συνανθρώπου, την ακολασία, την κραιπάλη. Για την αφύπνιση των πιστών ο Μάξιμος έφερνε στο προσκήνιο την αγάπη του Θεού, την υπόμνηση των αιωνίων βασάνων, την κρίση του Φοβερού Κριτή, και τόνιζε ιδιαίτερα ότι ο αληθινός χριστιανισμός και μοναχισμός έγκειται στην τήρηση των εντολών τού Χριστού, στη διηνεκή ενεργό αγάπη προς τον πλησίον και στην άσκηση της δικαιοσύνης, του ελέους και της φιλανθρωπίας.
Στους λόγους του ο Μάξιμοςπολλές φορές στρέφεται, με επιχειρήματα, κατά της διδασκαλίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας περί καθαρτηρίου πυρός, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του Ωριγένους περί καθάρσεως και αποκαταστάσεως των πάντων (Α’). Φαίνεται ότι η επικίνδυνη αυτή διδασκαλία είχε διαδοθεί ευρέως στη Ρωσία και οδηγούσε τους ανθρώπους σε ασυδοσία στη διάπραξη της αμαρτίας: Πληγή για την τότε ρωσική κοινωνία ήταν και ο σοδομισμός, ο οποίος γνώριζε ευρύτατη διάδοση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Γι’ αυτό για την καταπολέμηση αυτής της μάστιγας ο Μάξιμος αφιερώνει έναν ολόκληρο λόγο Του (ΙΘ’).
Ο Μάξιμος στα κείμενά του, όταν βρίσκει αφορμή παρουσιάζει με αδρές γραμμές και βίους αγίων, όπως είναι ο άγιος Χριστοφόρος ο Κυνοκέφαλος (ΑΗ’), ο όσιος Ιωάννης ο « Μεγάλος» (πιθανότατα ο όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, ΜΕ’), η αγία Θωμαΐδα η Αιγυπτία (ΜΣΤ’), η αγία Ποταμία (ΜΖ’) και ο ανώνυμος ιερομάρτυρας, για τον οποίο μίλησε ο Παύλος ο Θηβαίος στον Μεγάλο Αντώνιο (ΜΗ’). Σε επιστολή του προς μοναχή μνημονεύει και τις αγίες Συγκλητική, Μελάνη και Διονυσία (ΜΑ’).
Εκτός των ανωτέρω Θεμάτων που απασχόλησαν τον Μάξιμο, ο συγγραφέας μας στα κείμενα του παρόντος τόμου ασχολείται και με άλλα θέματα, όπως είναι: Η πρόνοια, αγαθότητα καιφιλανθρωπία του Θεού (Θ’), οι αισχρές ονειρώξεις (Η’), η νηστεία (ΙΣΤ’), η καταστροφή από πυρκαγιά του καθεδρικού ναού της Τβέρ και η ανακαίνησή του (Κ’-ΚΔ’), η προσπάθεια συνδιαλλαγής του με τον τέως μητροπολίτη Δανιήλ, που τον είχε αδίκως καταδικάσει (Λ’), η μεσιτεία του για ενίσχυση χήρας και των παιδιών της (ΛΒ’), η εισήγησή του για τη μη χρήση από τους ορθοδόξους Ρώσους τουρκικών καλυμμάτων κεφαλής (ταφιών) (ΛΓ’), η προτροπή του προς του προς το διάκονο Γρηγόριο να μη διάγει άτακτη ζωή (ΛΔ’), η παρηγορητική διδασκαλία του για τους κεκοιμημένους (ΜΑ’), ο ευχαριστήριος ύμνος στην Αγία Τριάδα για τη σωτηρία του ανθρώπου (ΜΓ’), κ.α.
Ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός, στα κείμενά του λειτουργεί ως δάσκαλος και ποιμένας, με μεγάλη διάκριση και εφευρετικότητα. Τούτο υπαγορευόταν όχι μόνο από την ποικιλία των παραληπτών και των αναγνωστών των επιστολών και των λόγων του (τσάροι, μητροπολίτες, άρχοντες, αξιωματούχοι, κληρικοί, μοναχοί, μοναχές, λαϊκοί πιστοί), αλλά και από την ιδιότυπη θέση που είχε κατά την παραμονή του στη Ρωσία. Ήταν ένας ξένος, φιλοξενούμενος, που δεν είχε το δικαίωμα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Επίσης επί είκοσι έξι χρόνια ήταν ένας έγκλειστος σε μονές, καταδικασμένος συνοδικά, με το στίγμα του αιρετικού. Και όμως, παρά τη δεινή του θέση, δεν επέλεξε το δρόμο της σιωπής. Θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να δημοσιοποιεί τις θέσεις του, να εκφράζει τα αιτήματά του, τους πόνους, τα προβλήματά του, να ασκεί κριτική για τις αρνητικές πτυχές της ρωσικής κοινωνίας και της εκκλησιαστικής ζωής, να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα επιστολογράφων του, να συμβουλεύει. και να ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα. Η ιδιότυπη αυτή θέση του τού υπαγόρευε πολλές φορές να γράφει τα κείμενά του δήθεν για τον εαυτό του, αλλά ο στόχος του ήταν η διδασκαλία των άλλων και ο περιορισμός του πιθανού σκανδαλισμού των αναγνωστών του. Έτσι στον Α’ λόγο του εμφανίζεται ο Νους να ομιλεί στην Ψυχή. Στον Β’ λόγο του, στον οποίο στρέφεται κατά των αστρολόγων και των δεισιδαιμονιών, δίνει τη μορφή διαλόγου Νου και Ψυχής. Την ίδια μορφή δίνει και στον Γ’ λόγο του, στον οποίο διαλέγονται ο Φιλοκτήμων και ο Ακτήμων, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της κτήσεως ή μη περιουσίας από τις μονές. Το ίδιο συμβαίνει και όταν θέλει να ομιλήσει κριτικά για τη βασιλεία. Εφευρίσκει διάλογο προσωπικό με μία μαυροφορεμένη γυναίκα που συμβολίζει τη βασιλεία (ΚΣΤ’). Στον ΙΕ’ λόγο του εμφανίζεται η Θεοτόκος, να ομιλεί σε κερδοσκόπους, ασώτους και κακούργους πιστούς. Στον Κ’ λόγο του τοποθετεί στο στόμα του επισκόπου της Τβέρ Ακακίου το ερώτημα για τα αίτια των καταστροφών (πυρκαγιά στην πόλη της Τβέρ). Με αυτόν τον τρόπο ο Μάξιμος κατορθώνει την κριτική για την τυπολατρία και την υποκρισία να την ασκεί με το στόμα της Θεοτόκου και του Κυρίου. Στον ΜΔ’ λόγο του ο Μάξιμος τολμά να υποκαταστήσει τον απόστολο Πέτρο και προσπαθεί να παρουσιάσει το τί έπρεπε να πει ο απόστολος, όταν αρνήθηκε τον Κύριο.
Παρά τα παράπονα που είχε έναντι του τσάρου, των μητροπολιτών και επισκόπων που επεδίωξαν παντοιοτρόπως και επέτυχαν τη συνοδική του καταδίκη, από τα κείμενά του δεν απουσιάζει και ο εγκωμιασμός τους (εκτενής ή σύντομος). Συντάσσει εγκωμιαστικό λόγο για τη νίκη του ηγεμόνα Ιβάν Δ’ του Τρομερού, το 1541, επί του χάνου της Κριμαίας (ΚΑ’). Το ίδιο σε κάποιο βαθμό πράττει και όταν ο Ιβάν ανακηρύσσεται τσάρος (ΚΗ’). Εγκώμιο πλέκει και για τον επίσκοπο της Τβέρ Ακάκιο με αφορμή την αναστήλωση της εκκλησίας της Τβέρ, που είχε υποστεί καταστροφές από πυρκαγιά (ΚΒ’). Δεν διστάζει να εκφράσει καλά λόγια και για το μητροπολίτη Μακάριο και τον τέως μητροπολίτη Δανιήλ, σε επιστολές προς αυτούς (ΚΘ’, Λ’). Τα εγκώμια του Μάξιμου δεν πρέπει να ερμηνευθούν μέσα στα πλαίσια της κολακείας, αλλά μέσα στο πλαίσια της δεινής θέσεώς του και της ευγνωμοσύνης του έναντι ορισμένων προσώπων. Η νίκη του Ιβάν έναντι του χάνου της Κριμαίας σήμαινε συγχρόνως και νίκη της Ορθοδοξίας έναντι του Ισλάμ. Η ανακήρυξη του Ιβάν σε τσάρο έδωσε την ευκαιρία στον Μάξιμο να τού υποβάλει αίτημα για επιστροφή στην πατρίδα του. Το ίδιο ισχύει και για το μητροπολίτη Μακάριο. Η επικοινωνία του με τον τέως μητροπολίτη Δανιήλ απέβλεπε στη συνδιαλλαγή και συμφιλίωση με το πρόσωπο εκείνο που είχε πρωταγωνιστήσει για τη συνοδική καταδίκη του. Τέλος το εγκώμιο του επισκόπου Ακακίου ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, αφού ο επίσκοπος της Τβέρ έπραξε το πάν για να βελτιώσει τους όρους διαβιώσεως τού Μαξίμου, που ζούσε έγκλειστος στη Μονή Ότροτς. Και, το σημαντικότερο, τα εγκώμια του Μαξίμου συνοδεύονται πάντοτε και με κριτική και με διδασκαλία, ακόμη και όταν απευθύνονται προς την ανώτατη πολιτική και εκκλησιαστική κεφαλή της Ρωσίας.
Ο προσδιορισμός των πηγών του Αγίου Μαξίμου κατά τη συγγραφή των 49 κειμένων του δεν είναι εύκολο έργο, δεδομένου ότι ενώπιόν μας έχουμε μία νεοελληνική μετάφρασή τους, η οποία προέρχεται από νεορωσική μετάφραση που ανάγεται σε παλαιορωσικό κείμενο, κάτω από το οποίο βρισκόταν ο ελληνικός τρόπος του σκέπτεσθαι τού συντάκτη τους. Εκτός τούτου τα περισσότερα κείμενα του παρόντος τόμου προέρχονται από την περίοδο του εγκλεισμού και της απομονώσεώς του σε μονές της Ρωσίας (Ότροτς), οπότε δεν είχε βιβλία (ή αρκετά βιβλία) στη διάθεσή του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην επιστολή του προς τον πρίγκιπα Πέτρο Σούισκι παρακαλεί να συνεργήσει για την επιστροφή των βιβλίων του που του είχαν αφαιρεθεί (ΛΖ’). Συνεπώς μπορούμε να ομιλούμε για περιορισμένο αριθμό πηγών, που ενίοτε χρησιμοποιούνται από μνήμης. Βασική πηγή του, άμεση και έμμεση, είναι η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) με κυριαρχία των Ψαλμών. Το τελευταίο είναι ευνόητο, δεδομένου ότι είχε χρησιμοποιήσει το βιβλίο αυτό κατά την επίπονη διαδικασία της μεταφράσεως των ερμηνειών του Ψαλτήρος αλλά και από την καλή γνώση των Ψαλμών από τις συχνές αναγνώσεις τους κατά τη λειτουργική ζωή στη μονή του. Περιορισμένες είναι οι παραπομπές του σε έργα Πατέρων της ‘Εκκλησίας (Αθανάσιος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Θεοδώρητος Κύρου, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ιωάννης Σιναΐτης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Φώτιος ο Μέγας), εκκλησιαστικών συγγραφέων (Αυγουστίνος, Φιλοστόργιος, Ωριγένης), θύραθεν συγγραφέων (Ησίοδος, Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, Μένανδρος, Όμηρος, Πλάτωνας, Λεξικό Σουΐδα), νομικών και κανονικών κειμένων (Νεαρές τού ‘Ιουστινιανού, Κανόνες της Εκκλησίας), λειτουργικών βιβλίων (Μηναίον Αυγούστου, Νεκρώσιμη Ακολουθία, Τριώδιον) και Βίων Αγίων (αγνώστου ιερομάρτυρος, Θωμαΐδος, οσίου Ιωάννου του «Μεγάλου», Ποταμίας, Χριστοφόρου). Μετά τις ανωτέρω διαπιστώσεις οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν είναι δυνατόν να επισημανθούν όλες οι πηγές του και να καταχωρηθούν οι παραπομπές του στις υποσημειώσεις των κειμένων του Αγίου Μαξίμου. Στο σημεία αυτό η ρωσική έκδοση δεν μας παρέχει ικανοποιητική βοήθεια, αφού κατά κανόνα μάς δίνει, σε εσωτερικές παραπομπές (εντός κειμένου), μόνο τις άμεσες παραπομπές στην Αγία Γραφή (όταν δηλαδή παρατίθενται τα κείμενα κατά λέξιν στην παλαιορωσική-σλαβονική).
Ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα του παρόντος τόμου, ήταν στολισμένος και. οπλισμένος με σωρεία αρετών, με έντονη εκκλησιαστική και μοναχική συνείδηση, αγιότητα βίου, διάκριση, ανεξικακία. Συγχρόνως διέθετε άριστη γνώση της Αγίας Γραφής και. της διδασκαλίας της, ευρύτατη θεολογική και θύραθεν γνώση, ενώ επί ρωσικού εδάφους; απέκτησε μεγάλο κύρος και αυθεντία. Όλα αυτά τον όπλισαν με θάρρος και παρρησία και του επέτρεψαν μέσα σε απερίγραπτα δεινές συνθήκες να στιγματίσει τα κακώς κείμενα στην εκκλησιαστική και πολιτική ζωή της Ρωσίας και να εκδιπλώσει το διδακτικό του τάλαντο προς κάθε κατεύθυνση. Το κήρυγμα του έχει ερείσματα τόσα στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Είναι προφητικό και απειλητικό, αλλά συγχρόνως και κήρυγμα αγάπης προς το Θεό και το συνάνθρωπο. Η πιστή τήρηση των εντολών του Θεού προϋποθέτει την άρρηκτη σύζευξη θεωρίας και πράξεως. Αν ζούσε σήμερα ο άγιος Μάξιμος πιστεύω πως δεν θα άλλαζε ούτε την κριτική ούτε ή διδασκαλία του, γιατί τα τότε ολισθήματα της Ρωσικής κοινωνίας έγιναν ολισθήματα ολόκληρης της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΝΗΣ
Ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής
του Πανεπιστημίου Αθηνών