Από την Πειραϊκή Εκκλησία (91,2 fm) και την εκπομπή
«Ορθοδοξία και βιωματικές εμπειρίες»,
την αφιερωμένη στην πρώτη Κυριακή του Τριωδίου.
Βρισκόμαστε στην περίοδο του Τριωδίου. Κατά την περίοδο αυτή χρησιμοποιείται από την Εκκλησία μας το Τριώδιο, το λειτουργικό δηλαδή και κατανυκτικό βιβλίο, το οποίο καλύπτει με τις ακολουθίες και τους ύμνους του τη μεγάλη χρονικά περίοδο της Εκκλησιαστικής μας ζωής, από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο.
Σκοπός αυτού του κατανυκτικού βιβλίου, αλλά και όλης της περιόδου του Τριωδίου, είναι η κατάνυξη, η νύξη, δηλαδή όλων μας και η παρακίνηση προς περιφρόνηση και καταπάτηση της αμαρτίας, αλλά και η καθοδήγηση προς τη συντριβή και τη μετάνοια. Αυτή μας ετοιμάζει κατάλληλα για να γιορτάσουμε την Ανάσταση του Κυρίου.
Αλλά τι σημαίνει μετάνοια;
Καταρχήν είναι ο όρος, που μας θέτει ο Θεός, η προϋπόθεση δηλαδή, για την άφεση των αμαρτιών μας.
Τι λοιπόν ακριβώς σημαίνει μετάνοια; Το λέει η λέξη: μετανοώ σημαίνει αλλάζω νουν, αλλάζω σκέψεις και γνώμη και φρονήματα και αισθήματα. Μπαίνω στα βαθύτερα του εαυτού μου, για να τον γνωρίσω καλύτερα.
Αρνούμαι κάθε τι, που αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού, όσο κι αν αυτό εμποδίζεται από το “εγώ” μου.
Παίρνω νέες αποφάσεις, πάντοτε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και χαράσσω νέα πορεία στη ζωή μου. Τελικά προσπαθώ να στοιχίσω τον εαυτό μου στην ατέλειωτη σειρά πίσω από τον κορυφαίο Κύριο Ιησού Χριστό, παρα πίσω απ’ τους αγίους και πλάι στους πιστούς αδελφούς χριστιανούς.
Αυτή η τέλεια μεταβολή και μεταστροφή, η πλήρης εσωτερική και μερικές φορές και ως προς τα εξωτερικά αλλαγή, μ’ άλλα λόγια η τέλεια προς το Θεό επιστροφή, αφοσίωση και υποταγή, αυτό είναι μετάνοια.
Αυτή τη μετάνοια ζητάει από μας τους αμαρτωλούς ο άγιος Θεός και προς αυτή μας προτρέπει και οδηγεί η Εκκλησία μας σ’ όλη τη διάρκεια του Τριωδίου.
Γι’ αυτό και το Τριώδιο χαρακτηρίζεται ως “Πύλη” της μετανοίας, η δε μετάνοια ως “Πύλη της σωτηρίας”.
Ποια όμως μετάνοια και πόση περιμένει ο Κύριός μας από μας, πώς εκφράζεται και πώς φτάνουμε σε αυτή;
Η απάντηση δίδεται στη σύντομη παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου (Λουκ. ΙΗ’ 9-14) ειδικότερα στο πρόσωπο του Τελώνη, παραβολή .που τοποθετήθηκε από την Εκκλησία, κατά την τάξη της, ως επικεφαλίδα στις ευαγγελικές περικοπές των Κυριακών του Τριωδίου.
Και το μεν πρώτο μέρος της Παραβολής αναφέρεται στην προσευχή του Φαρισαίου, ο οποίος κατακρίθηκε για την αλαζονεία και την υποκρισία του.
Ας ιδούμε όμως το δεύτερο μέρος της παραβολής, που αναφέρεται στην προσευχή του Τελώνη. Πριν όμως, πρέπει να θυμίσουμε, ότι οι τελώνες τότε, ακόμα και στα χρόνια του Χριστού, ήταν υπάλληλοι του ρωμαϊκού κράτους, διορισμένοι για την είσπραξη των φόρων, που είχαν επιβάλει οι κατακτηταί Ρωμαίοι στον Ιουδαϊκό λαό. Έτσι, οι μεν Ιουδαίοι μισούσαν τους τελώνες για το έργο τους, οι δε τελώνες, εκμεταλλεύονταν την εργασία τους για να κερδίζουν όλο και περισσότερα χρήματα εκβιάζοντας, αρπάζοντας και αδικώντας τον λαό. Εξαιτίας του λόγου αυτού, το όνομα Τελώνης στα χρόνια της Καινής Διαθήκης ήταν συνώνυμο με τη λέξη “αμαρτωλός”, και μάλιστα μεγάλος, αναγνωρισμένος αμαρτωλός.
Ο Τελώνης λοιπόν, κατά την παραβολή, μπαίνει μέσα στο Ναό.
Και λέει ο Κύριος “μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.” (Λουκ. ΙΗ’ 13).
Υπογραμμίζουμε δύο σημεία: τη στάση του τελώνη και τα λόγια της προσευχής του.
1ο: “μακρόθεν ἑστὼς”: Στάθηκε δηλαδή για να προσευχηθεί μακριά απ’ το Θυσιαστήριο. Αισθάνεται ανάξιος να πλησιάσει τον τόπο, όπου βρισκόταν ο Θεός. Συναισθάνεται, ότι έζησε ζωή αδικιών και ανομίας, συνεχούς δηλαδή αμαρτίας κι έτσι προσέβαλε τον Θεό. Πώς τώρα να τολμήσει να πλησιάσει ο άδικος τον Δίκαιο, ο ακάθαρτος τον απόλυτα καθαρό και άγιο Θεό; Κατακρίνει λοιπόν τον εαυτό του και κρίνει, ότι εκεί, μακρυά πρέπει να μένει, γιατί δεν δικαιούται να πλησιάσει. Αν Εκείνος τον πλησίαζε θα οφειλόταν στο έλεος Του, το οποίο άλλωστε επικαλείται με τα λόγια του.
2ο: Δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει προς τον ουρανό:
Kράτησε το βλέμμα του χαμηλά προς τη γη, κι αυτό δείχνει, πως ήξερε, ότι ο ουρανός είναι θρόνος του Παντοκράτορος Θεού, όπου άγιοι άγγελοι τον περιβάλλουν. Όλοι εκεί τώρα τον γνωρίζουν καλά, γιατί έβλεπαν τις αμαρτωλές πράξεις του. Πώς λοιπόν να σηκώσει ψηλά, σε έναν άγιο χώρο τα μάτια του; μάτια που μέχρι τότε ήταν προσηλωμένα στο χρήμα και την αδικία; Πώς να το κάνει; Το θεωρεί αναίδεια.
Αυτό δείχνει τη βαθειά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του και αποτελεί καθαρή απόδειξη της εσωτερικής συντριβής του.
3ο: Κι ενώ μένει μακρυά ταπεινωμένος, κτυπάει και το στήθος του για να εκφράσει την αγανάκτηση εναντίον του εαυτού του.
Κτυπώντας το στήθος του, χτυπάει το κέντρο της αμαρτωλής ζωής, την καρδιά, από την οποία εκπορεύονται, όπως είπε ο Κύριός μας, οι κακές σκέψεις και πράξεις: “μοιχείες… φόνοι…κλοπές…μάχες…πλεονεξίες, δόλος, αλαζονεία, αφροσύνη: κακά, που κάνουν τον άνθρωπο ακάθαρτο”. (Μάρκ. ζ, 21-23)
Κτυπώντας λοιπόν ο Τελώνης το στήθος του θέλει να συντρίψει την αμαρτωλή καρδιά του και να προσφέρει ως θυσία στο Θεό “πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην” (Ν. Ψαλμ.), την οποία ευχαρίστως αποδέχεται η ευσπλαχνία του Θεού.
Ας ιδούμε τώρα και τα λόγια της προσευχής του Τελώνη, προσευχής, στην οποία κατέφυγε μεσ’ από τη βαθειά ταπείνωσή του και το δυνατό του πόθο να ελκύσει το έλεος του Θεού.
Τρία λόγια, όλα κι όλα, αναφωνεί ο Τελώνης στη συντομώτατη προσευχή του, κι αυτό γιατί ο φόβος, η θλίψη κι η συντριβή πλημμυρίζουν την ψυχή του.
Θυμάται τις εκτροπές, τις αποστασίες και τις εναντιώσεις της ψυχής και του πνεύματος στο θέλημα του Θεού και τώρα ντρέπεται.
Η ντροπή του κλείνει το στόμα, του δένει τη γλώσσα, σαν να μη ξέρει τι πρώτο και τι δεύτερο να αναφέρει. Έτσι περιορίζεται σε μία πολύ σύντομη, αλλά περιεκτικά εκφραστική παράκληση: “ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”.
Με τέσσερες λέξεις ο μετανοιωμένος Τελώνης ομολογεί, ότι είναι αμαρτωλός· κι όχι απλά αμαρτωλός, αλλά Ο (με άρθρο) αμαρτωλός, δηλαδή ο διάσημος, ο αναγνωρισμένος ο “πρώτος” των αμαρτωλών, όπως ο Απ. Παύλος χαρακτήριζε τον εαυτό του.
Αυτή η εικόνα του Τελώνη μας θυμίζει κατάδικο, που βρίσκεται μπροστά στον κριτή, τον δικαστή του και του λέει: Δεν έχω τίποτε καλό να παρουσιάσω, καμιά καλοσύνη, κανένα ελαφρυντικό για τη Θέση μου, παρά μόνο την παρανομία, την ανομία, την αμαρτία, καθώς δε περιμένω την κρίση μου, με ζώνουν οι κίνδυνοι, κίνδυνοι θανάτου. Γι’ αυτό Συ “ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”.
Τα δυο-τρία αυτά λόγια του τελώνη κρύβουν, ή μάλλον αποκαλύπτουν όλη τη θλίψη, όλο τον πόνο και το πένθος της συντριμμένης ψυχής του. Όλα αυτά όμως μαζί με τη συναίσθηση της καταστάσεως και της παντελούς αδυναμίας του να διορθώσει κάτι, τον οδηγούν στην ταπείνωση και αυτή με τη σειρά της στην αναζήτηση του Παντοδύναμου, αλλά και πολυεύσπλαχνου Θεού.
Και τότε ταπεινά αναφωνεί “ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”.
Από τότε η προσευχή του Τελώνη έγινε καθημερινή προσευχή, κάθε στιγμής του αμαρτωλού, κάθε πιστού, κάθε χριστιανού.
Το “Κύριε ἐλέησον”, που μονολογούμε κάθε στιγμή κι όχι μόνο επανειλημμένως στις ακολουθίες της Εκκλησίας, αυτό το “Κύριε ἐλέησον”είναι τα ίδια λόγια του Τελώνη με άλλη γλωσσική έκφραση, στην ώρα της βαθιάς μετάνοιάς του.
Το “ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ” ή το “Κύριε ἐλέησον”είναι μία προσευχή σύντομη, περιεκτική, κατά τους πατέρες “σωστική”, που αφορά όλους μας. Όλοι την έχουμε ανάγκη, γιατί κανείς μας δεν μπορεί να καυχηθεί για καθαρότητα, ακόμα και κάποιων καλών πράξεων ή και αρετών, που πιθανόν να αποκτήσαμε με κόπο. Κι αυτές ακόμα συχνά τις επηρεάζει και τις μολύνει πότε η αυταρέσκεια, άλλοτε η ανθρωπαρέσκειά μας ή η υπερηφάνεια και ο εγωισμός μας.
Αναμάρτητος δεν είναι κανείς, παρά μόνο Εκείνος που γεννήθηκε αναμάρτητος, έμεινε σε όλη Του τη ζωή αναμάρτητος, διατηρεί δε και παρέχει διαμέσου της θυσίας Του πλούσιο το έλεος Του σε όλους εμάς τους αμαρτωλούς.
Τελειώνοντας ο Κύριος την παραβολή, με την εκ βαθέων προσευχή του ταπεινού Τελώνη, βάζει και την τελική σφραγίδα της δικής Του θεϊκής κι επομένως αλάθητης κρίσης: “λέγω δέ, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ”.
Ο ταπεινός Τελώνης σε αντίθεση με τον Φαρισαίο δικαιώθηκε.
Έκτοτε είναι το πρότυπο, που δείχνει ο Κύριος σε όλους, μας, πολύ, λιγότερο ή περισσότερο αμαρτωλούς. Πρότυπο, που χαράσσει το δρόμο απ’ τη δουλεία της αμαρτίας, στην ελευθερία των τέκνων του Θεού (Ρωμ. 8, 21), ανοίγοντας με τη μετάνοια την πόρτα στο ευλογημένο καταφύγιο της προσευχής.
Συμπερασματικά τέλος, έχοντας πάντοτε μπροστά μας το πρόσωπο του Τελώνη, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε: ότι η αληθινή μετάνοια δεν είναι πολύ απλή, ούτε πολύ εύκολη.
Προϋποθέτει: έρευνα ψυχής, αδιάκοπη ανάκριση του εαυτού μας, αμερόληπτη και αντικειμενική
Απαιτεί επίμονο αγώνα, μέχρι να φτάσει στην αυτογνωσία και τότε κυριαρχεί “πόνος, θλίψη και…στεναγμός”.
Στην ατμόσφαιρα αυτή χρειάζεται άγρυπνη προσπάθεια να μην παρασυρθούμε σε αυταπάτη ή στη δαιμονική επήρεια της απόκρυψης και εξαπάτησης του Θεού, ο οποίος, ούτως ή άλλως ως Παντογνώστης και δίκαιος δεν ξεγελιέται, απαντάει μόνο με την τιμωρητική αποκάλυψη της αλήθειας και της υπερηφάνειας μας, όπως απάντησε στον Φαρισαίο της ίδιας παραβολής ή σε Γραμματείς και Φαρισαίους σε άλλες περιπτώσεις.
Όσο όμως δύσκολη και επίπονη αν είναι η πορεία προς την ειλικρινή μετάνοια, είναι ο μονόδρομος προς τη Σωτηρία μας.
Το ότι “στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν” (Ματθ. ζ, 14), που δίδαξε ο Χριστός, έχει εδώ ιδιαίτερη εφαρμογή. Κι ακόμα ο πόνος, η θλίψη, η κατάνυξη, και ή συναίσθηση της θλιβερής κατάστασης της αμαρτίας έχουν το ιδιαίτερο νόημά τους, γιατί οδηγούν, όπως τον Τελώνη, στην θεμελιώδη αρετή της ταπείνωσης. Και η ταπείνωση είναι το προηγούμενο σκαλοπάτι, η απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της αληθινής μετάνοιας, αλλά και το πανέμορφο γέννημά της.
Να γιατί ο Κύριός μας “Μακάρισε” τους “πτωχούς τῷ πνεύματι”, δηλαδή τους ταπεινούς και τους κατά Θεόν “πενθοῦντας” (Ματθ, Ε, 3,4) και υποσχέθηκε στους πρώτους την “Βασιλεία τῶν οὐρανῶν” και στους δεύτερους την παρηγοριά που δίνει η Θεία Χάρις στην παρούσα, αλλά και με πληρότητα στη “μέλλουσα Ζωή”.
Σ’ αυτό πια το τελευταίο στάδιο, το στάδιο της ταπείνωσης, η μετανοιωμένη ψυχή έχει το γνώρισμα της ειλικρίνειας. Γι’ αυτό τότε μπορεί να ζητήσει και να λάβει την άφεση, την ελευθερία, τη χαρά και τη λύτρωση κατ’ ευθείαν από τη Ζωηφόρο πηγή τους, καθώς προσεύχεται και εξωτερικεύει το “ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”.Θ.Δ