Την Κυριακή 14/1/2018 πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Αμαλία η ετήσια εκδήλωση του Συνδέσμου Ορθοδόξων Γυναικών Ευρώπης για την κοπή της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας.
Συναντηθήκαμε, ανταλλάξαμε απόψεις, διασκεδάσαμε και ακούσαμε επικοδομητικούς λόγους. Σας μεταφέρουμε την ομιλία της κ. Χρυσής Μανωλοπούλου – Τσέντου, Φιλολόγου για τους ευαγγελικούς τύπους της πνευματικής ενασχόλησης και της θυσιαστικής διακονίας όπως απεικονίζονται στο περιστατικό της Μάρθας και της Μαρίας.
ΜΑΡΘΑ Ή ΜΑΡΙΑ;
Σεβαστοί Πατέρες, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι του Συνδέσμου, Καλή κι ευλογημένη χρονιά!
Όταν η Πρόεδρος μού ζήτησε να πω δυο σκέψεις, ένιωσα χαρά και τιμή, αλλά και μια δυσκολία. Όλα έχουν ειπωθεί και όλα έχουν ακουστεί. Και βέβαια τι να πεις που να μη βαρύνει την εορταστική ατμόσφαιρα και τη χαρά του ανταμώματος με αγαπητά πρόσωπα;
Όμως, με τα αγαπητά πρόσωπα που συναντάμε σήμερα εδώ μας ενώνουν, πέρα από τη φιλία, εμπειρίες και βιώματα μέσα στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και το έργο των Ορθόδοξων γυναικών, έργο μαρτυρίας και διακονίας στον πολύπαθο κόσμο μας, χρειάζεται και τονωτικές ενέσεις.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο, σκέφτηκα τελικά να μοιραστούμε έναν προβληματισμό γυναικείου ενδιαφέροντος, και όχι μόνο. Η αφετηρία ευαγγελική, η περικοπή πασίγνωστη, και όσα θα πούμε δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας.
Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, κεφ. ι’, στ. 38-42, διαβάζουμε ότι η Μάρθα, η αδελφή του Λαζάρου υποδέχεται στο σπίτι της τον Ιησού. Στο σπίτι βρίσκεται και η αδελφή της Μαρία. Η Μάρθα, αεικίνητη, τρέχει να φροντίσει όλες τις λεπτομέρειες της φιλοξενίας. Στο επίμαχο σημείο που περιγράφεται στην περικοπή, η Μάρθα έχει ξεπεράσει τα όρια της αντοχής της. Η Μαρία, από την άλλη, καθηλωμένη στα πόδια του Κυρίου, ακούει τον λόγο Του, μη προσφέροντας καμιά βοήθεια στην αδελφή της. Η Μάρθα, με κάποια αγανάκτηση ή τουλάχιστον με παράπονο, ζητάει τη μεσολάβηση του Κυρίου, προκειμένου Εκείνος να υποδείξει στην αδελφή της να τη βοηθήσει. Προς μεγάλη έκπληξη δική της, φαντάζομαι, των παρευρισκομένων, αλλά και των συγχρόνων του Ευαγγελίου αναγνωστών, ο Χριστός πράττει το εντελώς αντίθετο. Όχι μόνο δεν ικανοποιεί το αίτημα της Μάρθας, αλλά την επιτιμά κιόλας, και επαινεί τη Μαρία. «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς».
Κι εδώ γεννιέται το ερώτημα: Γιατί η ενασχόληση με τις υλικές ανάγκες των άλλων, και μάλιστα η θυσιαστική διακονία, να κρίνεται αναγκαστικά υποδεέστερη από τη θεωρητική, την πνευματική ενασχόληση, η οποία δεν αποκλείεται να έχει και κάποια εγωιστική αφετηρία; Με μια τέτοια ανάγνωση θα μπορούσε δικαιολογημένα κάποιος να πει ότι η Μάρθα έκανε το δύσκολο και σκληρό έργο, τη λάντζα, όπως θα λέγαμε σήμερα, και η Μαρία το εύκολο και ανώδυνο.
Στην πραγματικότητα, όμως, είναι λάθος να θεωρήσει κάποιος ότι στην καταγραφή αυτών των γυναικείων τύπων της ευαγγελικής περικοπής υπάρχει μια απλουστευτική τυπολογία της μορφής άσπρο μαύρο. Ότι, δηλαδή, η Μάρθα αντιπροσωπεύει το μαύρο, το παράδειγμα προς αποφυγήν, και η Μαρία το άσπρο, το παράδειγμα προς μίμησιν.
Το πόσο λάθος υπάρχει σε μια τέτοια τυπολογία αποδεικνύεται και από την εξέλιξη της ζωής των δυο αδελφών του Λαζάρου, Μαρίας και Μάρθας. Αμφότερες (και όχι μόνον η Μαρία) έγιναν φλογερές ιεραπόστολοι του Ευαγγελίου στη Δύση (όπου εγκαταστάθηκαν μετά την εκδίωξή τους από την Ιουδαία), αμφότερες μόνασαν, αγίασαν, και η Εκκλησία μας τις τιμά μαζί στις 4 Ιουνίου.
Δεν έχουμε, λοιπόν, εδώ άσπρο και μαύρο. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές βολευόμαστε με τις απλουστεύσεις. Κι αν ανήκουμε στους πιο θεωρητικούς τύπους, μια χαρά ανάγουμε τη Μαρία στο απόλυτο πρότυπό μας, υποτιμώντας το έργο της Μάρθας, το οποίο κρίνουμε αυστηρότερα και από τον ίδιο τον Κύριο. Η Μάρθα όμως είναι συχνά σε πολύ υψηλότερο σημείο από αρκετούς από εμάς, όταν αναλωνόμαστε σε πολλά και διάφορα, χωρίς αυτά να είναι καν διακονία προς τους άλλους, αλλά απλώς περιστροφές γύρω από το αυτάρεσκο εγώ μας. Από την άλλη πλευρά, αν βιαζόμαστε να υπερασπισθούμε τη Μάρθα, χρειάζεται προσοχή, γιατί ακόμα κι αν πράγματι αναλωνόμαστε σε μια διακονία, κινδυνεύουμε να θεωρήσουμε όσους φαίνονται λιγότερο δραστήριοι από μας ως λιγότερο ενάρετους ή λιγότερο πνευματικούς. Και μόνη αυτή η κατάκριση μάς κατεβάζει, ενώ και επί της ουσίας του πράγματος μπορεί να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: αυτοί τους οποίους κατακρίνουμε ως άκαρπες συκιές να είναι πολύ πνευματικότεροι από μας. Στην περίπτωση αυτή ο πονηρός μας έχει εξαπατήσει για τα καλά, κάνοντάς μας να νομίζουμε ότι πράττουμε κάτι σπουδαίο στο όνομα του Χριστού (μια δραστηριότητα, μια διακονία), ενώ στην ουσία Εκείνος απουσιάζει εντελώς από αυτό που κάνουμε…
Μάρθα και Μαρία, λοιπόν, δεν είναι απλώς τύποι ανθρώπων. Αυτές οι τυπολογίες ανήκουν σε κάποιους ψυχολόγους που συνηθίζουν να βάζουν τους ανθρώπους σε καλούπια, με αναμενόμενες και προβλεπόμενες συμπεριφορές και πράξεις. Σ’ ένα χριστιανικό πλαίσιο σκέψης, όμως, Μάρθα και Μαρία δεν είναι τύποι ανθρώπων με προδιαγεγραμμένη στάση και συμπεριφορά. Είναι ελεύθερες επιλογές στάσης, και μάλιστα στάσης που πρέπει να προσδιορίζεται μέσα σε συγκεκριμένες περιστάσεις και να αξιολογείται ανάλογα με αυτές τις περιστάσεις. Και από την Μάρθα μπορούμε να πάρουμε κάτι το ευγενές και υψηλό και την επιλογή της Μαρίας μπορούμε να την «κάψουμε», κάνοντάς με τρόπο ευτελή και ταπεινό. Χρειάζεται πολλή διάκριση.
Κάποιες, φυσικά, από τη φύση μας ενδέχεται να μοιάζουμε περισσότερο με τη Μάρθα και άλλες με τη Μαρία. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι το αν μοιάζουμε περισσότερο με τη Μάρθα, αλλά το αν θα μείνουμε, έστω με αγαθές προθέσεις, στο εδώ και τώρα, ή θα φροντίσουμε και για το αιώνιο στοιχείο της ύπαρξής μας, που είναι η ψυχή μας. Η Μάρθα επιτιμάται, όχι επειδή απλώς αναλωνόταν στη διακονία, αλλά επειδή απορροφήθηκε εντελώς από τις υλικές της μέριμνες και αποπροσανατολίστηκε πνευματικά. Το έργο της ήταν μεν έργο θυσίας, αλλά ανθρώπινο και γι’ αυτό όχι απαλλαγμένο από πάθη, κάτι που φαίνεται από το εμπαθές παράπονό της και την κάποια αναίδεια με την οποία το διατύπωσε στον Χριστό. Από την άλλη πλευρά, το ζήτημα δεν είναι ούτε το αν μοιάζουμε περισσότερο με τη Μαρία, αλλά το να μην υποτιμούμε τη διακονία προς τον αδελφό και τον σωματικό μόχθο που αυτή η διακονία απαιτεί, στο όνομα μιας δήθεν πνευματικής ανωτερότητας. Η Μαρία δεν επαινείται, επειδή απλώς έδειξε ενδιαφέρον για τη διδασκαλία του Χριστού, αλλά επειδή συγκλονίστηκε από την παρουσία Του και έβαλε στην άκρη όλα τ’ άλλα, τα οποία θεώρησε δευτερεύοντα. Η στάση της είναι επαινετή, επειδή ήταν στάση πνευματική, απαλλαγμένη από πάθη, και γι’ αυτό προσμετράται στη σωτηρία της, «ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς». Και οι δυο έχουν να μας διδάξουν με θετικό και αρνητικό τρόπο, αλλά μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς της περικοπής και όχι έξω από αυτό. Το ίδιο κι εμείς. Καλούμαστε να επιλέξουμε και να προσδιορίσουμε τη στάση μας μέσα σε συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις, βάσει των οποίων και θα κριθούμε.
***
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να πούμε εδώ, το οποίο κατ’ εξοχήν αγγίζει εμάς, τις σύγχρονες γυναίκες. Πώς είναι δυνατόν η γυναίκα, και μάλιστα η σύγχρονη γυναίκα, που είναι ταυτόχρονα μητέρα, σύζυγος, νοικοκυρά αλλά και εργαζόμενη, να μην ασχολείται με τα πολλά; Είναι ολοφάνερο ότι η σημερινή γυναίκα καλείται να εκπληρώνει πολλαπλούς ρόλους και να κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα, συχνά ετερόκλιτα μεταξύ τους. Η σύγχρονη γυναίκα, δηλαδή, είναι σχεδόν καταδικασμένη να μεριμνά και να τυρβάζεται περί πολλά. Το θέμα είναι μέσα στα πολλά να μην χάσει το ένα ή –καλύτερα– τον Ένα, οὗ έστί χρεία.
Ο λόγος για τον οποίο επιτιμάται η Μάρθα είναι γιατί, μέσα στις πολλές υλικές της μέριμνες, έχασε την ουσία, που ήταν η επαφή με τον ίδιο τον Ιησού και τη διδασκαλία Του. Ο λόγος για τον οποίο επαινείται η Μαρία είναι γιατί εστίασε στο σημαντικό, στον Χριστό και στον λόγο Του.
Επομένως, από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι δεν είναι η ενασχόληση με τα πολλά ή με τα υλικά που κατακρίνει ο Κύριος στη Μάρθα και σε καθεμιά ή καθέναν από μας (γιατί υπάρχουν Μάρθες και Μαρίες και αρσενικού γένους), αλλά η απώλεια του ενός και αναγκαίου για τη ζωή μας, που είναι ο ίδιος ο Κύριος. Είμαστε άνθρωποι που αναγκαστικά καταγινόμαστε με πολλές και ανελαστικές υποχρεώσεις, τις οποίες ούτε μπορούμε αλλά ούτε και πρέπει να εγκαταλείψουμε. Όταν ο Κύριος αναφέρεται στο ένα και αναγκαίο, δεν εννοεί να γίνουμε όλοι αναχωρητές ή να παραμελήσουμε τα (κατά κόσμον βασικά) θεωρούμενα ως κατώτερα υπέρ των δήθεν ανωτέρων. Δεν εννοεί να εγκαταλείψουμε τις καθημερινές υποχρεώσεις μας, αφιερώνοντας όλο τον χρόνο μας στη μελέτη του Ευαγγελίου ή στην προσευχή. Ακόμη και οι μοναχοί έχουν τα διακονήματά τους…
Όχι, η ουσία του λόγου του Κυρίου δεν είναι η εγκατάλειψη των πολλών υπέρ του ενός και αναγκαίου. Η ουσία του λόγου Του είναι η σωστή ιεράρχηση των πραγμάτων. Συνεπώς, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βάλουμε τον Χριστό κέντρο της ζωής μας. Χριστοκεντρικότητα, λοιπόν, ιεράρχηση και διάκριση, και όχι απλουστεύσεις και εύκολες αλλά παραπλανητικές συνταγές…
Θα κλείσουμε με κάποιες σκέψεις του Αγίου Παϊσίου:
Βλέπετε στην περίπτωση της Μάρθας και της Μαρίας που αναφέρει το Ευαγγέλιο, πώς η μέριμνα έκανε τη Μάρθα να φερθεί κατά κάποιον τρόπο με αναίδεια; Φαίνεται ότι στην αρχή και η Μαρία τη βοηθούσε, αλλά, όταν είδε να μην τελειώνει τις ετοιμασίες της, την άφησε και έφυγε. «Τι, θα χάσω εγώ τον Χριστό μου για τις σαλάτες και τα γλυκά;» σκέφθηκε. Λες και ο Χριστός είχε πάει να φάει τις σαλάτες και τα φαγητά της Μάρθας. Και τότε η Μάρθα πειράχτηκε και είπε: «Κύριε, οὐ μέλλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν;»
Πρέπει να ζητούμε πρώτα τη Βασιλεία των Ουρανών και αυτή να είναι η μέριμνά μας, και όλα τα άλλα θα μας δοθούν. Άμα ξεχνιέται ο άνθρωπος σ΄ αυτή τη ζωή, χάνει τον καιρό του και χαραμίζεται. Άμα δεν ξεχνιέται και ετοιμάζεται για την άλλη ζωή, τότε έχει νόημα αυτή η ζωή. Όταν ο άνθρωπος σκέφτεται πώς να βολευτεί εδώ, βασανισμένος είναι, και κουράζεται και κολάζεται.
Να μη σας πιάνει αγωνία και μανία: «Τώρα πρέπει να κάνουμε αυτό, ύστερα εκείνο» […] Γυρίστε το κουμπί στον Χριστό, γιατί διαφορετικά θα ζείτε δήθεν κοντά στον Χριστό, αλλά εσωτερικά θα υπάρχει όλο το κοσμικό φρόνημα, και φοβάμαι μην το πάθετε σαν τις μωρές παρθένες.