Ὀκτώβριος. Τοῦτες τίς μέρες δίπλα στό δάφνινο στεφάνι τῶν πεσόντων, θά ’πρεπε ν’ ἀφήσουμε λίγα λουλούδια στή μνήμη τῆς ἡρωϊκῆς μορφῆς, ἐκείνου τοῦ ἀγώνα, τῆς ἄγνωστης γυναίκας τοῦ ’40, πού μπορεῖ νά ἦταν ἡ μάνα, ἡ γυναίκα, ἡ ἀδελφή, ἡ ἀγαπημένη. Μιά μορφή πού τίς ἐκφράζει ὅλες μαζί καί κάθε μιά ξεχωριστά.
Ὅταν μελετᾶ κανείς τήν ἱστορία τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μένει καί σήμερα ἐκστατικός. Εὐρωπαϊκά κράτη, στήν ἐπίθεση τῶν Γερμανῶν ἄνθεξαν ἐλάχιστα καί παραδόθησαν ὅπως, ἡ Πολωνία σέ 17 μέρες, ἡ Γαλλία σέ 40 μέρες, ἡ Ρωσία σέ 4 μῆνες, ὅπου εἶχαν οἱ Γερμανοί φτάσει 20 χιλ. ἔξω ἀπό τή Μόσχα, στά Βαλκάνια ἡ συνθηκολόγηση ἄνοιξε τό δρόμο στό φασισμό, ἡ μία χώρα παραδίδεται μετά τήν ἄλλη.
Τήν ἔκπληξη, σέ παγκόσμια κλίμακα ἀποτελεῖ ἡ Ἑλλάδα πού ἀπ’ τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1940 ὡς τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 ἀντιστέκεται στόν Ἰταλό ἐπιδρομέα στήν ἀρχή καί ἀργότερα στίς σιδερόφρακτες Μεραρχίες τοῦ Χίτλερ σημειώνοντας λαμπρές νίκες. Χαρακτηριστικές εἶναι οἱ κρίσεις ἐχθρῶν καί φίλων γιά κείνους τούς ἀγῶνες.
Ὁ Χίτλερ στίς 11 Ἰουνίου 1941 σέ ἀνακοινωθέν τοῦ Στρατηγίου του ὁμολογεῖ. «Ἡ ἱστορική δικαιοσύνη μέ ὑποχρεώνει νά διαπιστώσω ὅτι ἀπό ὅλους τούς ἀντιπάλους τούς ὁποίους ἀντιμετωπίσαμε, ὁ Ἕλληνας στρατιώτης πολέμησε μέ ὕψιστο ἡρωϊσμό καί αὐτοθυσία»
Ὁ Τσώρτσιλ σέ λόγο του στό Κοινοβούλιο στίς 24 Ἀπριλιου 1941 ὑπεστήριξε «Ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀνδρεία τῶν Ἑλλήνων καί ἡ γενναιοψυχία τους, ἡ ἔκβαση τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θά ἦταν ἀκαθόριστη».
Ὁ πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. Φραγκλίνος Ροῦσβελτ σέ ραδιοφωνικό λόγο 10 Ἰουνίου 1943 διεκήρυξε «Οἱ Ἕλληνες ἐδίδαξαν διά μέσου τῶν αἰώνων τήν ἀξιοπρέπεια. Ὅταν ὅλος ὁ κόσμος εἶχε χάσει κάθε ἐλπίδα ὁ ἑλληνικός λαός τόλμησε νά ἀμφισβητήσει τό ἀήττητον τοῦ γερμανικοῦ τέρατος, ἀντιτάσσοντας τό ὑπερήφανο πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας».
Ὁ δέ Στάλιν σέ ὁμιλία του ραδιοφωνική στίς 31-1-1943 εἶπε «Λυπᾶμαι διότι γηράσκω καί δέν θά ζήσω ἐπί μαρκόν γιά νά εὐγνωμονῶ τόν ἑλληνικό λαό, τοῦ ὁποίου ἡ ἀντίσταση ἔκρινε τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Τέλος ὁ ὑπουργός τῶν ἐξωτερικῶν τῆς Μ. Βρετανίας Ἦντεν διετράνωσε. «Οἱ ἥρωες πού ἔχουν βάψει μέ τό αἷμα τους τήν ἱερή γῆ τῆς Β. Ἠπείρου, οἱ μαχητές τῆς Πίνδου καί οἱ ἄλλοι, θά εἶναι ὁδηγοί μαζί μέ τούς Μαραθωνομάχους, πού θά φωτίζουν ἀνά τούς αἰῶνες τήν Οἰκουμένη».
Γράφει ἡ Ἰωάννα Τσάτσου.
«Πέρασαν τόσα χρόνια καί βλέπω πώς τά γεγονότα πού συντάραξαν τό ἔθνος ὁλόκληρο λησμονήθηκαν. Τό ψυχικό κλῖμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἔχει ὁλότελα ἐξαφανισθεῖ. Μυριάδες τότε Ἑλληνίδες αἰσθάνθηκαν ὅπως ἐγώ καί πράξανε ὅπως ἐγώ. Τό βίωμα τό δικό μου ὑπῆρξε βίωμα σχεδόν καθολικό τῆς Ἑλληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πώς ἡ διατήρησή του στή μνήμη ὅλων μας ἀποτελεῖ καθῆκον.»
Τή μνήμη τῆς Ἑλληνίδας τοῦ ’40 μέσα ἀπό κείμενα τῆς ἐποχῆς θά προσπαθήσουμε νά ζωντανέψουμε, μήπως αὐτή ἡ μνήμη ζωντανέψει καί τίς δικές μας συννεφιασμένες καρδιές.
Α΄. Ἡ γυναίκα τῆς Πίνδου
Πρίν ἀπό χρόνια, σ’ἕνα ταξί πού πήγαινα στοῦ Παπάγου, ὁ ἡλικιωμένος ὁδηγός ἀνέφερε ὅτι ἐδῶ ἐρχόταν στήν κατοχή νά κόψει ξύλα.
Ἡ κουβέντα γύρισε στόν πόλεμο. Εἶχε πολεμήσει στήν Πίνδο καί στή Β. Ἤπειρο. Σέ σχόλιο μου γιά τήν ἀνδρεία τῶν μαχητῶν, αὐτός μέ πολύ φυσικό τρόπο γύρισε καί μοῦ εἶπε. «Κυρά μου τίποτε δέν θά κατώρθωνε ὁ στρατός σ’ ἐκεῖνα τ’ ἀπόκρημνα βουνά χωρίς πολεμοφόδια καί χωρίς ἀνεφοδιασμό, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ γυναῖκες τῆς Πίνδου. Σ’ αὐτές ὀφείλεται ἡ νίκη».
Στίς ἡρωϊκές νίκες τοῦ στρατοῦ, ἡ ἀθέατη πλευρά εἶναι ἡ δράση τῆς Ἑλληνίδας.
Διαβάζουμε:
«Τά φορτία ἔπρεπε νά φτάσουν ἀπάνω τό γρηγορότερο, ὅσο κρατοῦσε ἀκόμα ἡ μέρα. Ὅταν σκοτείνιαζε θά ἦταν ἀδύνατο νά ἰχνηλατηθοῦν τά χαμένα κάτω ἀπό τό στρῶμα τοῦ χιονιοῦ μονοπάτια, στίς ἀπότομες πλαγιές τῆς χαράδρας. Ἀνάγκη νά βρεθεῖ κάτι πρακτικό νά στηριχθοῦν τά πόδια τῶν μεταγωγικῶν σέ κεῖνες τίς φοβερές γλίστρες καί νά προχωρήσουν. Ἕνας φαντάρος ἔρριξε μιά ἰδέα. Μόνον ἄν τύλιγαν τά πόδια τῶν ζώων μέ λινάτσες θά μποροῦσαν νά βαδίσουν ἔτσι βαρυφορτωμένα τά δύστυχα. Μέσα στόν πυρετό γιά τόν ἀνεφοδιασμό οἱ ἄντρες εἶχαν ἀφήσει στόν καταυλισμό ἀκόμα καί τά πιό ἀπαραίτητα ἀτομικά τους πράγματα. Ἄστραψαν τοῦ ἐπικεφαλῆς λοχία τά μάτια.
—Ἐμπρός, ξεφώνισε, τρέξτε μερικοί νά πάρετε στό κοντινό χωριό ὅ,τι παλιολινάτσες βρῆτε, μή χασομερᾶτε…
—Καί πού νά τίς βροῦμε τίς λινάτσες, μωρέ καλόπαιδα;
Εἶπαν μέ στενοχώρια οἱ χωριανοί, πού συνάντησαν. Πίσω ἀπό τή μικρή σύναξη, πρόβαλε ἡ μορφή μιᾶς λιγνῆς γυναίκας. Εἶχε στήν ὄψη μιά φλόγα πού ἔδειχνε πῶς ξεπηδοῦσε ἀπό κάπου πολύ βαθιά.
Μίλησε γοργά:
—Ἔχουν δίκιο τά παιδιά, γλιστρᾶν ἐκεῖνες οἱ στράτες. Ἐκεῖ τώρα θέλει γουρουνοτσάρουχο, ἀλλοιῶς δέν περπατιέται ὁ βράχος καί τό κρούσταλο.
—Πᾶμε τότε χαμηλότερα γιά τόν καταυλισμό, ἔκανε ὁ δεκανέας.
Ἡ γυναίκα μέ τή φλόγα στό πρόσωπο βγῆκε μπροστά.
—Σταθῆτε, λεβέντες μου. Γύρισε μέ σπουδή στόν παπᾶ τοῦ χωριοῦ. Μήν κάθεσαι δέσποτα. Βάρα τήν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας νά μαζευτοῦν οἱ γυναῖκες καί πές τους νά βάλουν τά γουρουνοτσάρουχα.
—Τί σκοπεύετε νά κάμετε ; Ρώτησαν οἱ χωριανοί.
—Θά φορτωθοῦμε καί θά τά κουβαλήσουμε ’μεις τά κασόνια. Μόνον ἐμεῖς μποροῦμε νά περπατήσουμε καί ν’ ἀνεβοῦμε σέ κεῖνον τόν κακότοπο.
—Θά χαθεῖτε στό χιόνι, εἶπε ἕνας γέροντας.
Ὀρθώθηκε σά δύναμη λαοῦ καί σά λευτεριά ἡ λιγνή γυναίκα.
—Ἐδῶ χάνεται ἡ Ἑλλάδα πατέρα, ζωή θά λογαριάσουμε τέτοιες ὦρες ;
Σέ λίγο μιά μακριά πομπή ἀπό ἑστιάδες φορτωμένες τίς πολύτιμες γιά τήν ἀντίσταση στόν ἐπιδρομέα σιδερόκασες, ἀνέβαινε ἀργά μά σταθερά στήν ἀναποδιά τοῦ καιροῦ καί τοῦ τοπίου. Τό βάρος τίς ἔκανε νά γέρνουν μπροστά, ὅμως δρασκέλιζαν μεθοδικά τό λιθαρότοπο, πάνω ἀπό τό βάραθρο κι ὅλο σκαρφάλωναν ψηλότερα, ὅλο ψηλότερα πρός τήν ἱστορία.
Οἱ πρῶτες ἔφτασαν. Κι οἱ πυροβολητές τοῦ ὀρειβατικοῦ ἄνοιξαν μέ λαχτάρα τίς κάσες μέ τίς ὀβίδες. Κι ἕνας δεκανέας πυροδότης, σέ κάθε βλῆμα πού ἔφευγε, ξεφώνιζε:
—Στό καλό, πουλί μου, στό καλό… Σέ στέλνει, ἡ Ἑλληνίδα τοῦ σαράντα…»
Γράφει ὁ Τερζάκης «Τό ἀνθρώπινο αὐτό πλάσμα (ἡ Ἠπειρώτισσα) ἔχει πάρει ἀπάνω του κάτι ἀπό τή στέγνα τοῦ τοπίου τοῦ κατάγυμνου βράχου, πού τόν σκουντᾶς μέ τό πόδι σου καί τσακμακίζει. Σοῦ λέει καλημέρα ἡ Ἠπειρώτισσα καί ἡ κουβέντα της εἶναι κοφτή, σάν πρόσταγμα. Ἔχει μιά παρθενιά ἀπροσπέλαστη, ὅπως ἡ ζωή της, σκληρή καί ἀμίλητη.
Οἱ γυναῖκες πρωτοστατοῦν στίς πιό ριψοκίνδυνες ἀποστολές.
«Οἱ νικηταί τῆς Πίνδου προχωροῦσαν. Καθώς ἔφτασαν στόν ποταμό Βογιοῦσα κι εἶδαν οἱ ἀτρόμητες γυναῖκες τῆς Πίνδου πῶς τό ἀπότομο ρέμα ἐμπόδιζε τούς σκαπανεῖς στή δουλειά τους, ἔκαναν αὐθόρμητα κάτι, πού ξανάγινε ὕστερα στόν Καλαμᾶ καί στόν Δρίνο· μπῆκαν οἱ ἴδιες μέσα στά νερά καί πιασμένες σφιχτά ἀπό τούς ὤμους, σχημάτισαν πρόχωμα, πού ἀνάκοβε τήν ὁρμή τοῦ ποταμοῦ καί εὐκόλυνε τούς γεφυροποιούς!
Διαβάζουμε:
«Συνάντησα γυναῖκες πού κουβαλοῦσαν πυρομαχικά. Μία ἦτο 88 ἐτῶν. Μία μοῦ εἶπε κλείδωσε τό μικρό σέ μιά καλύβα γιά νά βοηθήσει τόν στρατό. Τό βράδυ εἶδα μία γριούλα νά κρατᾶ δύο μικρά καί ἡ μητέρα τους ζύμωνε ψωμί γιά τόν στρατό μέ τό φῶς δύο κεριῶν πού εἶχε σ’ ἕνα ποτήρι. Τά χιόνια, ὁ πάγος, τό τρομερό κρύο, δέν φαίνονταν νά τίς τρόμαζε. Ὅλες γεμάτες χαρά ἤθελαν νά προσφέρουν στόν στρατό ὅ,τι δέν μποροῦσαν τά μεταγωγικά. Ἀλήθεια γυναῖκες θαῦμα.»
Ἡ Φρόσω Ἰωαννίδη γράφει: «Ξεκινῶ μέ τ’ αὐτοκίνητο, ὡς τή Δοβρά. Ἐκεῖ μαθαίνω ὅτι ἡ παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οἱ Ἰταλοί ἔφθασαν ἀπό τόν Ἀῶο στό Βρυσοχῶρι κι’ ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνο νά προχωρήσω. Οὔτε μέσον ὑπῆρχε.
Τούς βλέπω ὅλους ἀνάστατους, ξεσηκωμένους, νά τραβᾶν ἄλλοι κατά δῶ, ἄλλοι κατά κεῖ. Ὅμως δέν βλέπω γυναῖκες.
—«Ποὖναι οἱ γυναῖκες ; ρωτάω.
—Αἱ γυναῖκες, μοῦ λέει, ὁ ἀνθυπασπιστής Δοβρᾶς Σιμετζῆς, κουβαλᾶνε τά κανόνια καί πολεμοφόδια καί τ’ ἀνεβάζουν στήν Γκραμπάλα κι’ ἄλλες ἀπό τήν ἄλλη μεριά στήν Γκαμήλα.
Τ’ ἀκούω καί δέν τό πιστεύω.
—Πῶς εἶναι δυνατόν ; Πῶς μποροῦν ν’ ἀνεβοῦν γυναῖκες φορτωμένες σ’ αὐτά τ’ ἀπάτητα βουνά, π’ ἀνεβαίνουν μόνο τά ζαρκάδια ; Πρωτάκουστο !…
—Τίς δένομε, μοῦ λέει, ὁ Σιμετζῆς, μέ χονδρές τριχιές, ἀπό τή μέση καί οἱ χωροφύλακες ἀπό τήν κορυφή τίς τραβᾶνε…
Κι’ αὐτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν σάν τά κατσίκια, πιασμένες, πότε ἀπό τίς πέτρες, πού προεξέχουν, πότε ἀπό ρίζες, γονατίζοντας καί καμμιά φορά ἀπό τό βάρος, μέ κίνδυνο νά γλιστρήσουν καί νά γκρεμοτσακιστοῦν στά βάραθρα, πού χάσκουν μπροστά τους:
Ἀνεβαίνουν, κατεβαίνουν ἀδιάκοπα καί ρίχνουν καί τίποτε κοτρώνια στόν ἐχθρό κάτω, πὤχει φθάσει στά Τσερβαριώτικα καλύβια….».
—Ἡ Ἰουλία Ζήση μέ βεβαιώνει, πώς ὅλες αὐτές τές μέρες δέν ἔβαλε ψωμί στό στόμα της, αὐτή καί τά κορίτσια της, παρά μόνο φουντούκια, καρύδια καί πατάτες… Κι’ οὔτε θά ξαναβάλει. Ὅσο ἀλεῦρι τῆς ἀπομένει, θά τό ζυμώσει πάλι καί θά τό κουβαλήσει μέ τά κορίτσια της φορτωμένα στό Βρυσοχῶρι….
—Σά φθάσουν στό Βρυσοχῶρι, βλέπουν καί ἐκεῖ, ὅλες τές γυναῖκες, καθώς καί ἀπό τἄλλα χωριά, Λαῒτια κλπ. ξεσηκωμένες. Νά καθαρίζουν τούς δρόμους, νά φκιαρίζουν τό χιόνι, ὅπου ὑπῆρχε, νά κουβαλοῦν νερό μέ τίς βαρέλες, νά ἑτοιμάζουν συσσίτια, νά βράζουν γάλατα γιά νά πιοῦν ζεστά «τά παιδιά», νά ζυμώνουν, νά φουρνίζουν, νά περιποιοῦνται τραυματίες, νά πλένουν, νά μαντάρουν, νά κάνουν ὅλων τῶν εἰδῶν τίς δουλειές!…
Φεύγοντας διασχίζομε δάση ἀπό ὀξυές, πεῦκα, ἔλατα, 8-9 ὧρες πορεία. Λάσπες παντοῦ, πού καί πού καί χιόνια. Βλέπομε συνοδεῖες ἀπό τραυματίες, νά σέρνουν, σάν μολύβια, τά ποδάρια τους, μέσ’ τίς λάσπες, ἄλλους, πιό βαριά πληγωμένους, δεμένους πάνω στό μουλάρι, νά τούς σέρνουν γυναῖκες ἤ στρατιῶτες.
Ἐκεῖ ἀκοῦμε γιά μιά γυναῖκα, ἀπό τό Ἀνατολικό Ζαγόρι, τήν ἀντρογυναίκα Γαρουφαλιά. Αὐτή, σάν εἶδε, πώς ἕνας τραυματίας, ὄχι καλά βολεμένος, πάνω στο μουλάρι, πονοῦσε καί βογγοῦσε καθώς τόν τραβοῦσαν, οἱ στρατιῶτες:
—«Μή, βρέ παιδιά, τόν σέρνετε ἔτσι ! τούς φωνάζει:
Ἀφῆστε τον θά πονέσει περισσότερο στό μουλάρι ἔτσι πού ταρακουνιέται!… Θά τόν πάρω ἐγώ μοναχή μου. Ἔχω καί ’γω παιδί στόν πόλεμο καί ξέρω τί θά πῆ… μάνα !…».
Κι’ ἀνασκουμπώνεται, πετάει κάλτσες καί παπούτσια, τόν παίρνει ἁπαλά στόν ὦμο της καί τόν περνάει, πέρα, ἀπό τό πλατύ ποτάμι !… Κι’ ἄλλες γυναῖκες, κουβάλησαν, ὅπως ἀκοῦμε, τραυματίες !…
Διαβάζουμε ἀλλοῦ.
—«Ξαναβλέπω νά περνάει ἡ γριά Ἀργυρή σκυμμένη, καταϊδρωμένη, ἀπ’ τό βαρύ φορτίο της, νά τρέχη νά φθάση τές ἄλλες συντρόφισσες, μέ τό φορτωμένο γαϊδουράκι της –δεκαπέντε μέρες, μᾶς λέει, δέν πῆρα ἀνάσα. Πάω μέ πολεμοφόδια καί γυρίζω μέ τραυματίες. Δέν μέ εἶδε τό σπίτι μου. Τρώγω στό πόδι ὅ,τι ξεροφάϊ βρῶ καί φεύγω συνέχεια. –Ξαπόστασε λίγο, τῆς λέω. Ξεφορτώσου κι’ ἔλα νά πιῆς ἕνα καφέ. –Εἶσαι μέ τά καλά σου κοπέλλα μου ; μοῦ λέει. Καιρός γιά ξαπόσταμα εἶναι ; Δέ μοῦ λές νά τρέξω, ὅσο θά βαστάξουν τά κότσια μου, μὄνε μοῦ λές νά ξεφορτωθῶ ; Ἐγώ θά τρέχω, θά τρέχω, ὅσο νά φύγη ἐντελῶς τό κακό, ἀπό τόν τόπο μας. Ὅσο νά λευτερωθοῦμε, μιά γιά πάντα».
Ὁ Νέστορας Μάτσας γράφει «Στίς περιπλανήσεις μου σέ Ἤπειρο, Μακεδονία καί γενικά στήν ἀκριτική Ἑλλάδα ἔχω συγκεντρώσει ἀρκετές μαρτυρίες. Παρουσιάζω μιά ἀπό τίς πιό χαρακτηριστικές:
Μοῦ εἶπε ἡ γερόντισσα Γιαννούλα Καρασταμάτη στό Ζαγόρι:
«Μήτε καί θυμᾶμαι πόσες εἴμαστε, γιέ μου. Ὁλάκερο τό γυναικομάνι τῆς Ἠπείρου εἶχε σηκωθεῖ στό πόδι καί πήραμε τά βουνά καί τά φαράγγια. Νιές καί γρηές. Ἀφήκαμε τά σπίτια μας καί τά παιδιά μας, ζαλωθήκαμε μέ τά χρειαζούμενα γιά τά παλληκάρια μας πού πολέμαγαν καί πήραμε τούς δρόμους γιά τά βουνά. Χιόνι, κρύο, σφαῖρες ἀπό ὁλοῦθε. Τίποτα δέ μᾶς τρόμαζε.
Ἔπρεπε νά πᾶμε κεῖ πού πολέμαγαν τά παλληκάρια μας καί πήγαμε. Κάμποσες ἀπό μᾶς δέ γύρισαν. Ἔμειναν ἐκεῖ πάνω, στήν Πίνδο».
Κάμει τό σταυρό της κι ἀρχίζει πάλι τό γνέσιμο στή ρόκα.
—«Πόσο χρονῶ εἶσαι, μάνα ; τή ρώτησα.
Ἀποκρίθηκε :
—Τότες –ἐκεῖνες τίς βλογημένες μέρες– ἤμουνα εἴκοσι χρονῶν. Νιόπαντρη μέ μωρό βυζασταρούδι. Κάμε τό λογαριασμό σου καί βγάλε».
Σωπαίνει. Ἀντίκρυ μας τό βουνό. Γύρω μας ἡ ἡσυχία τοῦ Ζαγορίσιου χωριοῦ. Καί μέσα μας ἡ μεγαλωσύνη τοῦ Γένους !
Β΄. Ἡ ἐθελόντρια νοσοκόμος
Ὅμως ἦταν κι ἐκεῖνες φοιτήτριες, κοπέλες τοῦ λαοῦ μαζί μέ τίς κυρίες τῆς καλῆς κοινωνίας, πού ἐνώθηκαν σέ μία δική τους ἐπιστράτευση καί ἔτρεξαν στήν πρώτη γραμμή. Αὐτές πού ξέχασαν κάτω ἀπό τή στολή τῆς νοσοκόμας τήν προσωπική τους ταυτότητα καί ἐνσάρκωσαν γιά χιλιάδες παλληκάρια κάποια ἀγαπημένη ἀνάμνηση. Ἔγιναν σπίθα πού δέν ἐπέτρεψε τό φῶς νά ἀδειάσει ἀπό τά μάτια τοῦ βαριά πληγωμένου. Μά κι ἄν ἀκόμα ἐρχόταν τό τέλος πρόσφεραν τήν ψυχή τους γιά νά ἀπαλύνουν αὐτό πού εἶναι πιό σκληρό κι ἀπό τόν ἴδιο τό θάνατο: Νά πεθαίνει κανείς μόνος.
Γράμμα πολεμιστῆ.
«Νά δεῖς περιποίηση σέ ὅλα τά νοσοκομεῖα καί στή διαδρομή ἄλλο νά σοῦ γράφω καί ἄλλο νά ἰδεῖς. Σάν βασιλόπουλα μᾶς ἔχουν στό νοσοκομεῖο οἱ ἀδελφές νοσοκόμες…»
«Μερικές ἀπό μᾶς τίς κοπέλες τῆς Ἀθήνας, πού δέν εἴμασταν νοσοκόμες ἀλλά θέλαμε κάτι κι ἐμεῖς νά κάνουμε γιά νά βοηθήσουμε στόν ἀγῶνα, καταταχθήκαμε στό Τμῆμα Ψυχαγωγίας.
Οἱ περισσότεροι τραυματίες ὑπέφεραν ἀπο κρυοπαγήματα. Τούς κόβανε τά πόδια καί δέν τό καταλαβαίνανε. Μερικοί ἀπό τούς τραυματίες στό νοσοκομεῖο μᾶς παρακαλοῦσαν νά τούς γράφουμε γράμματα πρός τίς οἰκογένειές τους, εἴτε γιατί δέν ξέρανε γράμματα εἴτε γιατί ἦσαν πληγωμένοι καί δέν μποροῦσαν νά γράψουν.»
Ὁταν μᾶς ἐπιτέθηκαν οἱ Ἰταλοί, ἡ ἀγανάκτηση, ἡ ὑπερηφάνεια καί τό πνεῦμα αὐτοθυσίας, πλημμύρισε τίς καρδιές ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ἡ σκέψη κάθε Ἑλληνίδας ἦταν νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες στό μαχόμενο Ἔθνος.
Ἐκεῖνο πού ἔκανε ἐντύπωση ἦταν ὅτι ὅλες οἱ γυναῖκες τῶν Ἀθηνῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό οἰκογενειακή ἤ κοινωνική θέση, ἔδωσαν τό παρόν. Τό ἴδιο ἔγινε σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Ἡ γριούλα πού πρόσφερε τήν μία ἀπό τίς δύο κουβέρτες της «γιά νά μή κρυώνουν τά παιδιά μας» ἤ ἡ κυρία πού δούλευε σκληρά στό χειρουργεῖο, ἦσαν ἐκεῖ παροῦσες στό γενικό προσκλητήριο. Ἀκούραστες καί μ’ αὐταπάρνηση πρόσφεραν πολύτιμες ὑπηρεσίες στό νοσοκομεῖο, σέ ὥρα μεγάλης ἀνάγκης.
Διαβάζουμε «Τό νοσοκομεῖο τῆς Ἄρτας δούλεψε ἀκατάπαυστα ὅλη τη διάρκεια τοῦ πολέμου. Εἴχαμε ξεχάσει τί θά πεῖ ὕπνος καί ἀνάπαυση. Οἱ γιατροί μέ ἐπί κεφαλῆς τόν λαμπρό χειρουργό Κούρια προσπαθοῦσαν νά σώσουν ζωές. Οἱ ἀκρωτηριάσεις ἦταν κάτι φοβερό καί ἀναπόφευκτο. Δέν θέλω νά μιλήσω περισσότερο γιά τή φρίκη τοῦ πολέμου, ὅπως τήν ἔζησαν οἱ στρατευμένοι μας καί ὅπως τήν εἴδαμε ἐμεῖς στά νοσοκομεῖα σκυμμένες ἐπάνω στά κρεββάτια τοῦ πόνου.
Εὔχομαι νά μήν ὑπάρξει ἄλλη τέτοια δοκιμασία».
Γυναῖκες μέ στολή
Στά Γιάννενα, ἔβλεπε κανείς παντοῦ τή ἡρωϊκή μορφή τῆς προϊσταμένης ἀδελφῆς Ἀθηνᾶς Μεσολωρᾶ μέ τόν μπλέ μάλλινο ἐπενδύτη καί τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ στό στῆθος της. Ἔτρεχε στά νοσοκομεῖα, στήν πρώτη γραμμή πάνω στά ὀρεινά χειρουργεῖα, ἔσκυβε πάνω στούς τραυματίες στό Ἀργυρόκαστρο. Δέν ἤξερε τί θά πῆ κούραση κι’ ὁ ὕπνος δέν βάραινε ποτέ τά βλέφαρά της….
—Μιά ἄλλη ἠρωϊκή μορφή ἦταν ἡ ἀρχόντισσα τῶν Ἰωαννίνων κ. Ἰωαννίδη. Τά παιδιά της τήν ἀπασχολοῦσαν πολλές ὧρες τῆς ἡμέρας πού τίς στεροῦσε ἀπό τούς τραυματίες. Τά ἔβαλε λοιπόν, ὅλα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο καί τά παρέδωσε σέ μιά συγγενῆ της, γιά νά τά πάει στό χωριό.
—Τά παιδιά καί τά μάτια σου ! τῆς εἶπε. Ἐγώ πρέπει νά μείνω ἐδῶ, στά νοσοκομεῖα, στά λαβωμένα μεγάλα παιδιά τῆς Ἑλλάδας μας.
Κι ἔμεινε στή γραμμή τοῦ Μετώπου στήν ἐπικίνδυνη ζώνη τοῦ πυρός…
Ξαφνικά τήν ἔχασαν ἀπό τά νοσοκομεῖα.
—Εἶδε κανείς τήν κ. Ἰωαννίδη ; ρώτησαν ἀνήσυχοι οἱ γιατροί. Μήπως ἔπεσε θῦμα κανενός βομβαρδισμοῦ ;
Ἐκεῖνοι πού τήν ἤξεραν καλά, οἱ στενοί φίλοι της, τούς καθησύχασαν.
—Εἶναι στά Ζαγοροχώρια… ἐξήγησαν. Κουβαλάει κάσσες μέ φυσίγγια στούς φαντάρους μας !…
Καί στά Ζαγοροχώρια τό χιόνι ἔφτανε ὥς τό γόνατο.
Σ’ ἕνα νοσοκομεῖο, στή γραμμή τῶν πρόσω μπῆκε ἕνα πρωῒ μιά κυρία μ’ ἕνα φόρεμα χακί, μανδύα, ἀρβύλες. Εἶχε κρεμασμένο στόν ὦμο της ἕνα στρατιωτικό σακκίδιο γεμᾶτο τσιγάρα, καραμέλλες, σοκολάτες.
—Πῶς εἶναι σήμερα ὁ γιός μου ; εἶπε καί πλησίασε στό κρεββάτι του.
—Εἶναι καλύτερα, τῆς εἶπε ἡ ἀδελφή νοσοκόμος.
Ἔσκυψε καί χάϊδεψε τό μέτωπο τοῦ γιοῦ της.
—Μπορεῖς νά σηκωθῆς, παιδί μου ; τόν ρώτησε. Θά σέ μεταφέρουμε σ’ ἄλλο νοσοκομεῖο, πιό μακρυά ἀπό δῶ. Τό κρεββάτι μᾶς χρειάζεται γιά ἕνα βαριά τραυματισμένο παλληκάρι…
—Κυρία, τόλμησε νά παρατηρήση ἡ ἀδελφή, τό τραῦμα του δέν ἔχει ἀκόμη ἐπουλωθῆ. Ὑπάρχει κίνδυνος !…
—Μή τό φοβᾶσαι αὐτό, ἀδελφή, τῆς εἶπε ἐκείνη. Ἡ Παναγιά εἶναι μαζί μας !…
Καί σήκωσε τό γιό της ἀπό τό κρεββάτι τοῦ νοσοκομείου γιά νά πάρη τήν θέση του σ’ αὐτό ἕνας πιό βαριά λαβωμένος στρατιώτης.
Ὅλοι τήν ἤξεραν αὐτή τήν στρατιωτίνα. Ἦταν ἡ κ. Καλλιόπη Λύκα, χήρα ἀνωτέρου ἀξιωματικοῦ. Τήν ἀγαποῦσαν ὅλοι οἱ φαντάροι, γιατί ἔτρεχε σ’ ὅλους τούς καταυλισμούς τοῦ μετώπου».
Κι ἦταν ὅλες γυναῖκες ἁπλές πού ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σέ ἀγωνίστριες μιᾶς μάχης πολύπλευρης. Ἔχοντας μοναδικό στήριγμα τό ψυχικό τους μεγαλεῖο, ἀφιέρωσαν τόν ἑαυτό τους σέ ἕνα σκοπό, νά σταθοῦν στό πλευρό τοῦ πολεμιστῆ, νά βοηθήσουν νά ξημερώσει ἕνα ἐλπιδοφόρο αὔριο. Γυναῖκες καθημερινές, παραμέρισαν τό ἴδιο τους τό εἶναι, τίς ἀνάγκες καί τίς ἐπιθυμίες τους, ἔμειναν πίσω ἀποτελῶντας πηγή ἐμψύχωσης καί ἐλπίδας δυνατό κρίκο, πού ἔδενε τό στρατιώτη μέ τή ζωή, τίς στιγμές τῆς παραίτησης μπροστά στίς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες στόν ἀβάσταχτο πόνο ἀκόμα καί στόν ἴδιο τό θάνατο.
Γράφει ὁ Γ. Βλάχος στήν Καθημερινή:
«Ἡ Παναγιά πάντα παρούσα, πάντα μάχιμη στήν πρώτη γραμμή, ἀλλά καί στά μετόπισθεν, γιά νά ἁπαλύνει τούς καημούς τῶν πονεμένων. Ἐκεῖ εἰς τό μακρινό νησί τοῦ Αἰγαίου ἐπιστρέφει τώρα ἡ Ὑπέρμαχος στρατηγός […] ἡ θύρα εἶναι κλειστή καί ἡ Παναγία θά σταθεῖ ἐκεῖ ἐμπρός εἰς τό ἱερόν νά ζητήσει τήν προστασίαν τῶν οὐρανῶν διά τούς νεκρούς, διά τά ὀρφανά τοῦ πολέμου. Θά ὑψώσει τά χέρια της διά νά ἁπαλύνει τῶν τραυμάτων τους πόνους […] μέ τό βλέμμα της θά παρηγορήσει. Καί ἔπειτα θά καθίσει κατάκοπος. Εἶχεν αὐτές τίς ἡμέρες δουλειά, πολλή δουλειά, ἡ Παναγία ἐπάνω εἰς τά βουνά τῆς Ἠπείρου».
Γ΄. Ἡ Γυναίκα τῶν μετόπισθεν.
Μετόπισθεν. Κι’ ἐδῶ ἡ μάχη κι’ ἐδῶ ὁ ἀγώνας θεριεύει. Πρωτοστατοῦν οἱ γυναῖκες μέ ὅπλα τήν πρόνοια, τή νοσηλεία, τίς βελόνες πλεξίματος, τά γράμματα στό μέτωπο, ἀκόμα καί τό τραγούδι. Ἔρανοι καθημερινοί. Γιά χρῆμα, γιά εἴδη, γιά αἷμα. Κι’ ὅλοι προσφέρουν ἀγόγγυστα, ἁπλόχερα. «Τά μετόπισθεν, γράφει ἕνα πολεμικός ἀνταποκριτής, «ὁ ἀδρανής αὐτός ὄγκος τῶν ἀμάχων σέ ἄλλες ἐποχές, εἶναι σήμερα συντονισμένα στόν παλμό τῆς πρώτης γραμμῆς. Ἡ σκέψη τους, ἡ καρδιά τους, οἱ παραγωγικές τους ἱκανότητες, εἶναι ἀφιερωμένες χωρίς ἐπίδειξη καί χωρίς στόμφο στό ἄνθος τῆς φυλῆς πού μάχεται, μάχεται καί νικᾶ… Ἡ ἀτμόσφαιρα δημιουργεῖ μιά πρωτοφανῆ ἅμιλλα… Ἔτσι σέ μιά φυλή τῆς ὁποίας τό μεγαλύτερο κίνητρο ἐστάθη πάντοτε ἡ φιλοτιμία, τά μετόπισθεν ἔχουν μεταβληθεῖ σ’ ἕνα ἀπέραντο ἐργαστήριο ἡρώων.»
Ποίημα
«Πλέκε γερόντισσα γοργά, πλέκε καί καρτεροῦνε
τά νειᾶτα ἀπό τά γερατειά, τώρα νά ζεσταθοῦνε…»
Γράμματα
«Ἀξέχαστε σύντροφέ μου.
Κάθομαι μέ τή φωτογραφία σου συντροφιά στό τραπέζι καί σοῦ γράφω. Καί σέ βλέπω νά πολεμᾶς, νά πολεμᾶς. Κι’ ὅλο νά πολεμᾶς. Σφίγγω στά χέρια μου τήν πένα καί θά ἤθελα νά γινότανε ξιφολόγχη. Ἄχ! γιατί νά μή μπορῶ νἆμαι κι’ ἐγώ στρατιώτης δίπλα σου, νά βοηθῶ γιά τό μεγάλο δῶρο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Μεγαλοδύναμος, τήν Ἐλευθερία.»
Ἡ μάνα ἀποχαιρετώντας τό γιό της τοῦ δίνει τήν εὐχή της μά δέν τόν φιλᾶ. Θά σέ φιλήσω σάν γυρίσεις νικητής. Τοῦ στεριώνει μέσα του τήν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς καί τῆς δικαίωσης.
«… Τήν εἶδαν νά ἀποχαιρετᾶ τό στρατιώτη της καί δέν τήν ἀναγνώρισαν. Τί ἔγινε ἡ τρομαγμένη γυναικούλα πού δέν εἶχε ἄλλη ἔγνοια παρά τό χάδι καί τή λατρεία τοῦ παιδιοῦ της ;
Ἀποφασιστική, ἀτάραχη, περήφανη τοῦ ἔδωσε τό χέρι, τόν φίλησε στό μέτωπο κι’ ἐνῶ οἱ γείτονες, συγκινημένοι, ἐθώπευαν τόν φαντάρο, αὐτή δέν βρῆκε τίποτε ἄλλο νά τοῦ πεῖ παρά δύο ξερές λέξεις:
—Καλή νίκη.
Τίς εἶπε μέ φωνή τραχειά, σά νά ἦταν θυμωμένη. Εὐχή μαζί καί προσταγή. Ἔτσι ἀδάκρυτη, στάθηκε στό κατώφλι της ὡς πού ὁ φαντάρος χάθηκε στή γωνιά τοῦ δρόμου. Ξαναζεῖ ἡ Σπάρτη. Δέν πέφτουν σήμερα οἱ μητέρες στό λαιμό τῶν παιδιῶν τους γιά νά τούς ἐμποδίσουν τήν ἀναχώρηση. Οἱ ἴδιες τούς δείχνουν τό δρόμο τοῦ καθήκοντος.»
Διαβάζουμε σέ ἐφημερίδα τῆς Κύπρου.
«Ὁ χρυσός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά κρατήσει σταθερόν τό Ἑλληνικόν νόμισμα μέχρι τῆς τελικῆς νίκης. Γυναῖκες τῆς Κύπρου ! Ἀπό σᾶς δέν ζητᾶ τίποτα ἡ Ἑλλάς. Ζητᾶ μόνο τόν χρυσόν πού φέρετε ἐπί τῶν λαιμῶν σας, τῶν δαχτύλων σας, τῶν χεριῶν σας, τῶν κεφαλῶν σας εἰς στολίδια καί κοσμήματα.
Καθαγιάσατε τόν ἱερόν ἀγῶνα τῆς Ἑλλάδας διά τῆς τιμίας προσφορᾶς τοῦ χρυσοῦ πού διαθέτετε εἰς ἄσκοπα καί περιττά στολίδια….
—Ἔτσι τίς πρῶτες ἑπτά ἑβδομάδες εἰσπράχθηκαν 65.565 λίρες καί 14.112 σέ χρυσό καί ἄλλα τιμαλφῆ παρά τήν οἰκονομική ἀνέχεια τοῦ κόσμου». Χιλιάδες οἱ μικρές καί μεγάλες προσωπικές δωρεές, τά φθηνά μαζί μέ τά ἀκριβά κοσμήματα πού ἐκποιοῦνται γιά τή Φανέλα τοῦ Στρατιώτου. Καθετί πού θά βοηθοῦσε προσφέρεται ἀπό καρδιᾶς. «Μιά γριούλα ἦλθε πεζή ὅλο τό δρόμο ἀπό τόν Ἀϊ-Γιάννη τόν Κυνηγό στό γραφεῖο τοῦ Μεταξᾶ νά ρωτήσει πού νά στείλει τίς τρεῖς κατσίκες της, γιά τά «παιδιά», ὅσα πᾶνε στό νοσοκομείο. Ἐνῶ ὁ χωρικός Ἀχμέτ Τσαπούνης, «στερούμενος χρημάτων», προσέφερε τό χωράφι του «διά τάς πολεμικάς ἀνάγκας τῆς Πατρίδος», σύμφωνα μέ τήν Πρωῒα τῆς 10ης Νοεμβρίου 1940».
Δ΄. Τά δεινά τῆς Κατοχῆς
Γράφει ἡ Ἰωάννα Τσάτσου στό ἡμερολόγιό της.
«Σήμερα, μέσα στίς ἄλλες, μιά γυναίκα ἦρθε στό γραφεῖο. Γλυκειά, δειλή, μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε σιγά.
—«Ἔχω τό γιό μου φυλακισμένο στό Χαϊδάρι. Μέρες τώρα προσπαθῶ νά τόν δῶ καί δέν μπορῶ. Τόν λένε Δεϊμέζη. Μήπως ξέρετε τίποτα ; Μήπως ἔγινε κανένα κακό ;»
Μόλις ἄκουσα τ’ ὄνομα πάγωσα. Τό θυμόμουνα. Τό εἶχα δεῖ μέσα στούς τελευταίους καταλόγους τῶν σκοτωμένων ὁμήρων.
—«Τό μικρό του ὄνομα ; ρώτησα, γιά νά κερδίσω καιρό.
—«Ἀλέξανδρος» μοῦ ἀπάντησε, εἶναι δίοπος».
Δέν εἶχα τήν δύναμη νά πῶ τήν ἀλήθεια, μά πάλι οὔτε ψέμματα στά γαλανά μάτια πού μέ κοίταζαν μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη.
—«Θέλετε νά περιμένετε νά φύγει λίγο ὁ πολύς κόσμος, εἶπα ψιθυριστά «νά δῶ τίς πληροφορίες πού ἔχω» καί τήν ἔβαλα νά καθήσει κοντά μου.
Κόσμος ἔρχονταν, κόσμος ἔφευγε, μιλοῦσα μέ ὅλους, μά ὁ νοῦς μου ἦταν καρφωμένος στή γυναίκα πού κάθονταν ἐκεῖ. Πῶς νά τῆς τό πῶ ; Καί τί νά τῆς πῶ; Ξανακοίταξα λαθραία τούς καταλόγους μέ τή μυστική ἐλπίδα πῶς γελάστηκα. Τό ὄνομα Ἀλέξανδρος Δεϊμέζης φάνταζε μέσα στούς πρώτους τουφεκισμένους τῆς 16ης τοῦ Δεκέμβρη. Θέε μου, πῶς θά τῆς τό πῶ ;
Ἦρθε ἡ στιγμή πού μείναμε μόνες. Μέ κοίταζε καί περίμενε μέ ὑπομονή. Ἔκανα πῶς ψάχνω μέσα σ’ ἕνα φάκελο.
—Τόν ἔχουν πάρει ἀπ’ τό Χαϊδάρι εἶπα σιγά. Δέν τόν βρίσκω πουθενά». Γιά λίγα λεπτά ἔμεινε σιωπηλή. Ἕνας σπασμός στό λαιμό ἔδειχνε ὅλη της τήν συγκίνηση. Ἔπειτα μέ κόπο ἀπάντησε.
—Ἴσως νά τόν ἔχουν σκοτώσει».
Τῆς πῆρα τό χέρι. Τό στομάχι μου καί τό κεφάλι μου πονοῦσαν φριχτά. Τί ἀνυπέρβλητα πού εἶναι ὅλα. Καί ἡ σιωπή της καί ἡ κάμψη τῶν χειλιῶν της πρός τά κάτω, καί τά μάτια της πού κοίταζαν καί δέν ἔβλεπαν. Μά γιατί δέν φωνάζει ὅπως οἱ ἄλλες; Ποῦ βρίσκεται ἡ ψυχή της ; Ὅλα τά λόγια ἦταν τίποτα μπροστά σ’ αὐτή τή σιωπή. Τῆς κρατοῦσα πάντα τό χέρι. Ἡ ὥρα περνοῦσε. Ἔπειτα πολύ ἀργά μίλησε.
—Εἶναι τρεῖς καί μισή νά πηγαίνουμε.
—«Κατεβαίνουμε μαζί; ρώτησα δειλά. Καί σηκωθήκαμε. Προχωρήσαμε στό δρόμο». Οὔτε ὁ καλός ἥλιος τοῦ χειμωνιάτικου μεσημεριοῦ, ὁ ζεστός, ὁ μαγικός ἥλιος μπόρεσε νά βοηθήσει. Ἔμοιαζε σάν ψεύτικο σκηνικό καί μᾶς ἄφηνε παγωμένες καί τίς δύο.
Στό σπίτι κάθησα μηχανικά στό τραπέζι. Ὁ ἄντρας μου καί τά παιδιά μου εἶχαν φάει. Μέ κοίταζαν περίεργα. Εἴχαμε μιά χελώνα στόν κῆπο καί κάθε πρωῒ τῆς δίναμε λίγο χόρτο. Ὅλοι τήν ἀγαπούσαμε. Κάποιος, ἡ Εὐδοξία νομίζω, εἶπε. Ἡ χελώνα ψώφησε.
Ἔνοιωσα ὅλα νά γυρίζουν γύρω μου. Σηκώθηκα πῆγα μέ κόπο στό δωμάτιό μου καί μπρούμητα στό κρεββάτι μου ξέσπασα σ’ ἀτελείωτο ἀναφυλλητό. Τά παιδιά μέ κοίταζαν μέ ἀπορία. Ἔνοιωθα τό Ντοράκι νά με χαϊδεύει ἁπαλά καί νά μοῦ λέει:
—Μάνα μή κλαῖς. Θά σοῦ πάρω μίαν ἄλλη χελώνα.
Ἔχω τσακίσει, δέν κυβερνῶ τά νεῦρα μου πιά».
Ἄλλο περιστατικό.
«Ἦρθε καί μέ βρῆκε ἡ Γκετσάλαινα. Πρίν ἕξι μέρες, στίς 27 τοῦ Σεπτέμβρη, οἱ Ἰταλοί ἐκτέλεσαν τό γιό της, τόν Περικλῆ Γκετσάλη, μαζί μέ τόν Λέλο. Κι’ αὐτούς γιά ὁπλοφορία. Ἡ Γκετσάλαινα εἶναι ἀπό τή Χειμάρρα. Εἶχε πέντε γιούς, οἱ τρεῖς ἔπεσαν στόν πόλεμο τῆς Ἀλβανίας. Ὁ ἕνας εἶναι αἰχμάλωτος στήν Ἰταλία καί ὁ τελευταῖος, ὁ Περικλῆς, πού ἐκτελέσανε τώρα, ἦταν ἀγροφύλακας στόν Πύργο Βασιλίσσης. Ἡ Γκετσάλαινα ὅμως εἶναι μία γυναίκα μ’ ἀληθινή λεβεντιά. Ψηλή, στητή, ὁλοκάθαρη, ὁ μαῦρος κεφαλόδεσμος στό κεφάλι της ταχτικός καί σφιχτοδεμένος φαντάζει σάν κορώνα.
Δέν παραπονέθηκε, δέν μοιρολόγησε. Μόνο ἡ ἀνάσα της ἦταν πιό γρήγορη ὅταν μιλοῦσε γιά τό παιδί της. «Οἱ γιοί μου, στάθηκαν πάντα ἄντρες. Αὐτό ἦταν τό χρέος τους. Οὔτε μποροῦσε νά γίνει ἀλλοιῶς. Τό ὅπλο τους ἦταν ἡ ἀντρεία τους, ἡ λευτεριά τους. Πῶς νά τό παραδώσουν ;»
Ἄλλες δραστηριότητες
Διαβάζουμε ἀπό τίς ἡμερολογιακές καταγραφές.
«14 Σεπτέμβρη 1941
Κάθομαι στή μικρή βεράντα τῆς τραπεζαρίας γιά λίγη δροσιά. Σιγά σιγά τό ἁπαλό σεπτεμβριανό φῶς διαλύεται μέσα στή νύχτα. Χτυπᾶ ἡ πόρτα καί μπαίνει ἡ Κατίνα, φτωχή πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, ἀπελπισμένη.
—«Κυρά μου, ἕνας ξανθός ἀρχάγγελος μπῆκε στό σπίτι. Τόν ἔκλεισα στό κουζινάκι. Τί θά γίνει Θεέ μου; Αὐτός πού τόν ἔφερε ἐξαφανίστηκε.
—Ἀξιωματικός ; τή ρώτησα.
—Ἔτσι μοιάζει.
—Καλά, πήγαινε στό σπίτι σου, κλεῖσε καλά τήν πόρτα σου καί ἀπόφυγε νά μπεῖ καί ὁ πιό δικός σου. Ἔρχομαι ἀμέσως».
Ἡ ὑπόθεση αὐτή δέν μέ ξαφνιάζει. Κάθε λίγο, μᾶς εἰδοποιοῦν γιά κάποιον ἐγγλέζο σέ κίνδυνο ἤ σέ ἀνάγκη. Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι βοηθοῦν μ’ ὅλη τους τήν καρδιά. Μά δέν ἔχουν τόν τρόπο νά φυγαδεύσουν Ἄγγλους, οὔτε καί νά τούς θρέψουν. Πίσω ἀπ’ αὐτούς εἴμαστε μιά ἁλυσίδα φίλων ἕτοιμοι νά τούς στηρίξουμε.
«8 Δεκέμβρη 1941
Οἱ γερμανοί ἔκαναν καινούργιο νόμο. Ὅποιος κρύβει Ἄγγλους θά τουφεκίζεται».
«9 Δεκέμβρη 1941
Δύσκολη μέρα καί ἡ σημερινή. Οἱ Ἰταλοί συλλάβανε τήν Κατίνα Δούση. Ἡ ἴδια δέν παρουσιάζει κανένα ἐνδιαφέρον. Εἶναι πάμπτωχη καί μοιάζει ἀνήμπορη. Κάποιος τήν ἔχει προδώσει».
15 Δεκέμβρη 1941
Τά νέα ἀπό τή φυλακή δέν εἶναι καλά. Ἡ Κατίνα περνάει μαῦρες ὧρες. Κάθε μέρα ἀνάκριση, κάθε μέρα ξύλο. Πόσο ἀντέχει ἕνα κορμί ; Καί τῆς κάνουν τήν ἴδια πάντα ἐρώτηση:
—Ποιός σέ βοηθάει ; Ἡ Κατίνα παίρνει τό πιό ἀποβλακωμένο ὕφος καί μονολογεῖ: «Δέ θυμᾶμαι παιδί μου… δέ θυμᾶμαι παιδί μου…»
18 Δεκέμβρη 1941
Τήν τελευταῖα φορά ἀνέκρινε τήν Κατίνα ἀνώτερος Ἰταλός ἀξιωματικός. Τήν κοίταξε καλά. Τήν τράνταξε, τή μελέτησε, τῆς ἔκανε μερικές ἐρωτήσεις καί ἀποφάνθηκε μέ σιγουράδα γιά τήν παθολογική ἠλιθιότητα τῆς γυναίκας. Πού καί πού ἔχουμε καί λίγη τύχη.
—Καί κεῖνες πού μέσα στό σκοτάδι τῆς κατοχῆς, βρῆκαν τό κουράγιο νά δώσουν ἔμπρακτα ἀπαντήσεις ἐλπίδας καί ζωῆς στά ἀμέτρητα «γιατί» πού ξεπηδοῦσαν ἀπό τά πελώρια μάτια τρομαγμένων καί πεινασμένων παιδιῶν. Πολλές ἀπ’ αὐτές τίς γυναῖκες ἀντίκρυσαν τίς παγωμένες καί σκοτεινές κάνες τῶν ἀποσπασμάτων, τότε στάθηκαν μέ ἀγέρωχα ὀρθωμένο τό κορμί καί κράτησαν τό κεφάλι ψηλά. Κάποια μάλιστα φώναξε μέ ὅλη της τή δύναμη «Καληνύχτα» περιμένοντας τῆς νύχτας τό ξημέρωμα.
«25 Νοέμβρη 1941
Εἶναι νύχτα. Κρύο, χιονιάς, πείνα.
Τί θά γίνει μέ τήν πείνα; Τί θά γίνει μέ τήν πείνα τῶν παιδιῶν ; Ἔβλεπα τό πιό θαυμάσιο ὄνειρο. Ἕνα πολύ μακρύ τραπέζι στολισμένο μέ τά πιό ὄμορφα φαγητά καί γλυκά. Στήν κορφή καθότανε ὁ μικρός Χριστός καί γύρω τά ἄπειρα ἑλληνόπουλα. Ὅλα ἔτρωγαν μέ βουλημία καί ἀπόλαυση, πασαλειμμένα ὡς τ’ αὐτιά. Ἀνάμεσα τους πολλοί μικροί μου φίλοι, μοῦ ἔκλειναν τό μάτι χαρούμενα. Ξύπνησα μέ τό αἴσθημα πῶς ἔβγαινα ἀπό τόν παράδεισο καί βούλιαζα σιγά, ξύπνια, σ’ ἕνα γνώριμο ἐφιάλτη. Τό δωμάτιο μου εἶναι παγωμένο. Πεινῶ. Ποτέ δέ σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι χορτάτη. Γύρω μου ἔρχονται ὅλα τά παιδικά προσωπάκια τῆς Πλάκας, μά ὅπως εἶναι στ’ ἀλήθεια, σκελετωμένα, ὅλο μάτια. Μάτια γεμάτα ἀπορία, πού δέ καταλαβαίνουν. Τί νά καταλάβουν ; Πῶς στέρεψε ἡ γῆ ; Πῶς στέρεψε ἡ ἀγάπη ; Καί εἶναι πάρα πολλά. Τά γνωρίζω ὅλα ἀπό τούς μῆνες τοῦ πολέμου. Ἔχω ἐπιστρατεύσει τίς φίλες μου νά μοῦ μαζεύουν καί τό τελευταῖο ψιχουλάκι τροφῆς. τό ἴδιο κάνω κι ἐγώ. Ἡ Εἰρήνη Τσιμπούκη, μοῦ φέρνει σέ τενεκεδάκια κονσέρβας ὅ,τι βρίσκει. Καί στό σούρουπο, μέ τό φακό στό χέρι ἀναζητοῦμε αὐτά τά παιδιά στίς σκοτεινές κάμαρες τῶν παλιῶν σπιτιῶν, νά τούς μοιράσουμε ὅ,τι ἔχουμε.
Χτές βράδυ ὁ μικρός Στέφανος Μιχαλόπουλος, στήν ὁδό Θουκυδίδου 10, μοναχός του ξαπλωμένος στή γωνιά τῆς ἐρειπωμένης κάμαρας, περίμενε. Μᾶς περίμενε ὅπως κάθε βράδυ μέ τά μάτια καρφωμένα στήν πόρτα. Ὅταν δέ γνωρίζεις, μπορεῖς ἴσως νά βρεῖς λίγη γαλήνη. Μά ὅταν ἔχεις φιλία μέ τό παιδί, αὐτή τή φιλία πού σοῦ χαρίζει ἄνετα καί σ’ ἐμπιστεύεται καί δέ γυρεύει, μά σέ κοιτάζει μέ τά μεγαλωμένα μάτια του καί περιμένει. Θέε μου!
Ἀπό τά βασανιστήρια τῶν γυναικῶν. 30 Σεπτέμβρη 1941
«Οἱ Ἰταλοί πιάσανε τή Λέλα Καραγιάννη καί τόν ἄντρα της γιά ἀπόκρυψη Ἄγγλων. Καί οἱ δύο δέν ὁμολογοῦν τίποτα. Κανένα μυστικό δέν ξεφεύγει. Οἱ κίνδυνοι παραμονεύουν ἀπό ἀπίθανες μεριές. Γιά νά προστατέψουμε τούς φίλους μας ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐαυτό μας, προσπαθοῦμε ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο. Ἴσα ἴσα αὐτά πού μᾶς εἶναι ἀναγκαῖα γιά τή δουλειά μας. Μά ἡ Λέλα Καραγιάννη ἔχει ἁπλωμένη δράση. Μέ τό δικό της καῒκι ἔστελνε στήν Αἴγυπτο ὅσους σκόρπιους συμμάχους ἐμάζευε. Τ’ ὄνομά της μαθεύτηκε ἀπό ἀκριτομύθια Ἄγγλων.
9 Σεπτέμβρη 1944
«Παρακολουθοῦμε αὐτές τίς μέρες ἀμίλητοι καί ἐπαναστατημένοι αὐτό τό τέρας, τόν δήμιο πού λέγεται Bäcke καί πού κάθε μέρα σοφίζεται καινούργιο μαρτύριο γιά νά κάνει τή Λέλα Καραγιάννη νά μιλήσει. Ἡ σάρκα της νεκρώνεται σιγά σιγά, μά τό μύστικό της μένει μυστικό. Ἀπό ποιά πίστη ἀντλεῖ ἡ γιγάντια ψυχή της αὐτή τή δύναμη τοῦ πρώτου χριστιανοῦ; Προσφέρει ἄντρα, παιδιά, τή ζωή της τήν ἴδια, ὅλες τίς θυσίες, ἀνθρώπινες καί ὑπεράνθρωπες, γιά νά ζήσει ἡ Ἑλλάδα ἐλεύθερη. Τήν ἐκτέλεσαν χτές στό Χαϊδάρι μαζί μέ ἄλλους ἑβδομήντα γενναίους. Καταπληγιασμένη, τήν τελευταῖα στιγμή, ζητοῦσε νά σύρει τό χορό, νά δώσει θάρρος στούς μελλοθάνατους».
Ε΄. Ἑλληνίδα – Ἡ ὑπέρβαση
«Μήν κλαῖς, Στάθη…»
Σήμερα γύρω στίς δέκα τό πρωῒ ἄνοιξαν ἕνα συρματόπλεγμα μ’ ἕνα λόχο Ἰταλούς αἰχμαλώτους. Τούς εἶπαν νά προχωρήσουν στή γραμμή ὥσπου νά φτάσουν στά ἐλεύθερα χωριά γιά νά ζητήσουν ἄσυλο ἀπ’ τούς κατοίκους. Ἀλλά μόλις προχώρησαν λίγο τούς βάρεσαν μέ ὅλμους καί πολυβόλα.
Πολλοί ἔμειναν στό δρόμο. Στό χωριό μας ἔφτασε μιά ματωμένη ὀρδή, μέ ροῦχα κουρέλια, μέ μικρά κουτιά ἀπό σανίδια στά πόδια γιά παπούτσια, μέ μάτια βασιλεμένα ἀπ’ τήν πείνα.
Οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ ξεχύθηκαν στούς δρόμους νά τούς βοηθήσουν. Βγῆκε κι ἡ θεία Γιάγκαινα, πού ’χασε τό Στάθη, τό πρῶτο της παιδί στό Ἀλβανικό Μέτωπο. Ἔκλαιγε κι ἐζάρωνε πιό πολύ τό γέρικο μοῦτρο της.
«Ἄσε τά μυξοκλάματα, μά αὐτοί σοῦ σκοτώσανε τό παιδί σου», τῆς πέταξε κατάμουτρα ὁ βλάκας ὁ καφετζής ὁ Λουκᾶς.
Μά ἐκείνη οὔτε τ’ ἀποκρίθηκε, οὔτε τόν ἐκοίταξε. Ἔσκυψε σ’ ἕνα Ἰταλό πού ἦταν γερμένος στή μάντρα τοῦ καφενείου κι ἐφώναξε: «Μάνα, ψωμί», κοιτάζοντάς την. Μία σκίζα ὅλμου τοῦ ’χε φάει τά ροῦχα καί τή σάρκα στήν πλάτη κι ἐχαροπάλευε, ἀλλά δέ σταματοῦσε νά ζητᾶ ψωμί.
Ἡ γριά τοῦ καθάριζε τή ματωμένη πληγή μ’ ἕνα ἄσπρο πανί βρεγμένο σέ τσίπουρο, ἔκλαιγε καί τοῦ μίλαγε: «Μήν κλαῖς Στάθη, Ναί, ἡ μάνα σου εἶμαι. Μήν κλαῖς. Ἔχω καί ψωμί καί γάλα».
Γιά λίγο νερό
«Μίαν ἄλλη φορά ἐκεῖ ὅπου πῆγε τά γίδια ἡ μάνα μου βρῆκε κρυμμένο σέ ἕναν θάμνο κάποιο στρατιώτη ἀπό τήν Κορυτσά πού εἶχε λιποτακτήσει ἀπ’ τόν ἰταλικό στρατό. Φοβούμενος ἐκεῖνος, μέ μαυρισμένα χείλη, χάλια, πέθαινε γιά λίγο νερό. Ἔρχεται καί λέει στόν πατέρα μου:
⸻ «Τί θά τόν κάνουμε;
⸻Ἄν μᾶς μάθουν καήκαμε, τῆς ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.
⸻Ἐγώ θά πάω».