Στήν ἐποχή μας, ὅπου οἱ μεγάλοι εἶναι συχνά πικραμένοι κι ἀπογοητευμένοι, παγιδευμένοι σέ μιά σκληρή καθημερινότητα καί οἱ νέοι, συνήθως χωρίς ἐθνικά ριζώματα, εἶναι ἕρμαιο τῆς εὔκολης καί φτηνῆς ζωῆς, τί νόημα ἰδιαίτερο μπορεῖ νἄχει ἡ μνήμη τοῦ ἔπους τοῦ 1940, ἡ θύμιση μιᾶς ἐθνικῆς γιορτῆς. Πῶς μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό ἕναν πληκτικά παρόμοιο ἐπετειακό χαρακτῆρα καί νά γίνει πηγή ἀνατροφοδότησης καί ἀφετηρία ἐθνικοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ; Πῶς μπορεῖ τό κόκκινο κρασί τῆς λεβεντιᾶς ἐκείνου τοῦ ἀγώνα νά εὐφραίνει καί τίς δικές μας καρδιές καί γιά λίγο νά μεθύσουν ζώντας στόν παλμό ἐκείνων τῶν γεγονότων; Νομίζω πώς ὁ δρόμος εἶναι ἕνας. Νά ἀφήσουμε κατά μέρος τίς γνώσεις καί τή σοφία μας, νά σωπάσουμε καί νά σκύψουμε νά ἀφουγκραστοῦμε τή φωνή τῶν ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων πρωταγωνιστῶν ἐκείνης τῆς ἐποποιῒας. Μέσα σέ κείμενα τῆς ἐποχῆς νά ψηλαφίσουμε, ὅσο γίνεται πιό χειροπιαστά, τήν πνοή καί τήν ἔμπνευση ἑνός ἄνισου ἀγώνα πού ἔκανε τήν Εὐρώπη ὁλόκληρη νά ὀνομάζει ἔκτοτε τούς ἥρωες Ἕλληνες. Διαβάζουμε σέ ἐπιστολή τῆς ἐποχῆς:
«Κούλης Λαδᾶς ἐκ Πειραιῶς – Πρός τόν ἀξιωματικόν Μιχαήλ Μῶρον.
Πολέμα τους κι ἡ ἡμέρα τῆς θριαμβευτικῆς Νίκης δέν θ’ ἀργήση νά ξημερώση. ἡ δολοφονημένη Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου γρήγορα θά στέψη τά κεφάλια σας μέ τό δάφνινο στεφάνι τῆς Νίκης»(1).
Παράξενη ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων. Ὁ λαός πού δέν σταμάτησε νά τραγουδᾶ τό θρῆνο τῆς Παναγιᾶς, τότε πού τούρκεψεν ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ βασιλεύουσα «Σημαίνει ὁ Θεός σημαίνει ἡ γῆ σημαίνουν τά ἐπουράνια…», αὐτός ὁ ἴδιος λαός εἶδε τήν ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν τό 1940, πού στήν πραγματικότητα ἄρχισε μέ τόν τορπιλισμό τῆς Ἕλλης, ὄχι σάν ἕναν πόλεμο, ἀλλά σάν μιά ἀνίερη προσβολή στό ἅγιο πρόσωπό Της.
Ἔγραφε ὁ Ἀρχηγός τοῦ Β΄ Σώματος Στρατοῦ: «Ὁ τορπιλισμός τῆς Ἕλλης ἔθιξε τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τό ἑλληνικό φιλότιμο τοῦ στρατοῦ». Στρατηγός Δημ. Παπαδόπουλος, 10-11-1940 (2).
Καί ὁ Γεώργιος Βλάχος σημείωνε στίς 10-11-1940 στήν Καθημερινή:
«Τί θά γίνει;… Θά γίνη ὅ,τι θέλει ὁ Ὕψιστος. Θά γίνη ὅ,τι ἔχει ἀποφασίσει ἡ ὑβρισμένη Παναγία τῆς Τήνου. Θά νικήσωμεν» (3).
Κι ἕνας μικρός μαθητής ἀπό τήν Τῆνο θυμᾶται: «Ἦταν πρωϊνό 15ης Αὐγούστου. Ντυμένος παπαδάκι μέ τήν ἄσπρη λαμπάδα στεκόμουν ἐμπρός στήν ὡραία Πύλη. Τότε ἄκουσα τόν τρομερό κρότο τοῦ τορπιλισμοῦ τῆς Ἕλλης, τίς γοερές κραυγές καί τούς θρήνους τῶν γυναικῶν, τήν παρήγορη φωνή τοῦ Δεσπότη. Μή φοβᾶστε, ἡ Παναγιά δέν θά μᾶς ἀφήσει» (4).
Κι ἡ Παναγιά ντροπιασμένη ἀπ’ τήν προσβολή πού τῆς ἔγινε στή γιορτή της, φεύγει ἀπ’ τό νησί της καί πάει στό μέτωπο πρίν ἀπ’ τό στρατό μας.
Γράφει ὁ Γεώργιος Βλάχος: «Εἶναι Δεκέμβριος… Κι ἡ Θεομήτωρ πού ἐγκατέλειψε τό νησί της καί εὑρίσκεται ἐκεῖ πάνω,.. θά ἑορτάσει μαζί μέ τόν στρατόν μας Χριστούγεννα» (5).
Ἡ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης θά σταλεῖ ἀπ’ τόν ἀρχιεπίσκοπον Χρύσανθο στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου: «Ὁ μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἀπέστειλε εἰς τό μέτωπον δι’ εἰδικοῦ κληρικοῦ εἰκόνα τῆς Παναγίας Γλυκοφιλούσης καί Μεγαλόχαρην πρός ἐνίσχυσιν τοῦ μαχομένου στρατοῦ καί κραταιάν αὐτοῦ προστασίαν καί σκέπην…Ὁμοίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί πρός τόν αὐτόν σκοπόν ἀπέστειλεν ὁ μακαριώτατος καί εἰς τόν Ἄγγλον ὑποστράτηγον ντ’Ἀλμπιάκ, ἀρχηγόν τῶν ἐν Ἑλλάδι ἀγγλικῶν ἀεροπορικῶν δυνάμεων» (6).
Καί οἱ μοναχές τῆς μονῆς Κεχροβουνίου τῆς Τήνου ἑτοιμάζουν φυλαχτά πού ἀποστέλλουν στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου: «τηλεγράφημα ἀρ. 159280 – Πρόεδρον Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου – Πέντε χιλιάδες φυλακτά Εὐαγγελιστρίας περί ὧν τηλεγραφική αἴτησις παρακαλῶ ἀποσταλῶσι παραλαβήν Γενικῆς Ἀποθήκης Πειραιῶς διά τήν παρ’ αὐτῆς ἀποστολήν μονάδας μετώπου. Μαχόμενος στρατός εὐχαριστεῖ διά τήν προσφοράν σας. Ἀρχηγός Ἐπιτελείου Μελισσηνός» (7).
Εἶναι ζωντανή ἡ παρουσία τῆς Μεγαλόχαρης στόν πόλεμο τοῦ ’40.
Γράφει ἕνας πολεμιστής: «Καίτη μου, Δέν θέλω νά μοῦ στείλης φανέλες καί κάλτσες. Προτιμῶ νά μοῦ φτιάξης καί νά μοῦ στείλης μιά σημαία τῆς ξηρᾶς, στό μέγεθος πού ἔχουν τίς σημαῖες των τά σωματεῖα. Στό κέντρον, μέσα σ’ ἕνα χρυσό κύκλο, νά βάλης τόν Ντίνο νά ζωγραφίση τήν Παναγία τῆς Τήνου. Μία τέτοια σημαία θέλω νά κάνω δῶρο στό λόχο μας. Θά παραξενεύεσαι, γιατί δέν μέ ἤξερες γιά θρῆσκο, ἀλλά ἀπ’ ὅσα βλέπουν τά μάτια μου, πιστεύω κι ἐγώ ὅτι μιά θεϊκή δύναμη συντροφεύει τό στρατό μας. Ἄλλως τε πῶς μποροῦσα νά μείνω μόνος ἐγώ ἀσυγκίνητος μέσα στό κῦμα τῆς πίστεως πού ἔχει ὅλος ὁ στρατός μας πρός τήν Παναγία τῆς Τήνου, πού τήν πιστεύει προστάτιδα» (8).
Στόν ἴδιο παλμό κι ἡ ἐφημερίδα Βραδυνή τό Νοέμβριο τοῦ ’40 γράφει: «Στεἰλτε εἰκονίτσες τῆς Παναγίας γρήγορα στά παιδιά σας, στούς ἄντρες σας, στ’ ἀδέλφια σας, στά ξαδέλφια σας, στούς συγγενεῖς σας, στούς βαφτιστικούς σας, στούς ἁπλούς γνωρίμους σας, ὅσοι πολεμοῦν ἐδῶ. Στεῖλτε τους χρωματιστά εἰκονισματάκια, διαβασμένα προηγουμένως στήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας σας, νἄχουν συντροφιά, νἄχουν νά φιλοῦν τό θεῖο ἴνδαλμα τους. Στεῖλτε τους νά τά φυλᾶνε τήν ὥρα ποὔ ἐξορμοῦν…» (9).
Κι ἕνας στρατιώτης θυμᾶται σ’ ἕνα γράμμα: «Ἀγαπημένη μου μητέρα, Σοῦ γράφω λίγα λόγια ἀπ’τό φτωχικό μου ἀντίσκηνο… Δέν λησμονῶ τή στιγμή τοῦ ἀποχωρισμοῦ μας. Οἱ δύο μας φεύγαμε γιά τό μέτωπο. Μᾶς φίλησες στό κεφαλόσκαλο τοῦ πατρικοῦ μας σπιτιοῦ. Μᾶς ξαναφίλησες τελευταία φορά στή στροφή τοῦ δρόμου, στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Τά τελευταῖα σου λόγια ἦσαν ἡ Παναγιά κοντά σας. Καί νά μοῦ γυρίσετε γρήγορα νικητές» (10).
Στίς ἐφημερίδες στίς ἀνταποκρίσεις, στά γράμματα, πλῆθος οἱ ἀναφορές στήν παρουσία τῆς Παναγιᾶς. Χαρακτηριστικά εἶναι καί τά ἐπίθετα πού τῆς ἀποδίδουν. Ἡ λαβωμένη, ἡ προδομένη, ἡ ἀτιμασμένη, ἀλλά πάντα ἡ λατρεμένη Παναγιά, ποὗναι Ὁδηγήτρια καί Ὑπέρμαχος. Κι οἱ μαρτυρίες ὅτι ἡ Παναγιά προπορευόταν στή μάχη ἧταν πολλές στίς ἐφημερίδες καί τά κείμενα τῆς ἐποχῆς: «Ἡ μάχη τῆς Πίνδου εἶχε τελειώσει… Ἐνῶ τό χιόνι πύκνωνε ὅλο καί περισσότερο… ὁ φαντάρος εἶχε σηκώσει τό γιακά τῆς χλαίνης… καί μέ τό μάλινχερ στή χούφτα, ὅπλο καί ραβδί, προχωροῦσε ἀπό τά κάτασπρα καταράχια… Στό μέτωπο, σ’ ὅλη τή γραμμή… ὁ ἑλληνικός στρατός ἄρχιζε νά ἔχει παντοῦ τό ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τίς νύχτες μιά γυναικεία μορφή νά προβαδίζει, ψηλόλιγνη, ἀλαφροπερπάτητη, μέ τήν καλύπτρα της ἀναριγμένη ἀπ’ τό κεφάλι στούς ὤμους. Τήν ἀναγνώριζε, τήν ἤξερε ἀπό πάντα, τοῦ τήν εἴχανε τραγουδήσει σάν ἤτανε μωρό κι ὀνειρευότανε στήν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στόν πόνο καί στήν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός» (11).
Ἡ λογική παραμερίζει ὅταν τά θαύματα καί τό προβάδισμα τῆς Παναγιᾶς στά χαρακώματα καί στίς ἀπόκρημνες πλαγιές εἶναι μιά ἀδιαμφισβήτητη καθημερινή πραγματικότητα. Ψηλόλιγνη, ἀλαφροπερπάτητη, μέ ἀναριγμένη τήν καλύπτρα στους ὤμους. Ὑπέρμαχο τήν εἶπαν καί ὁδηγήτρα τήν ἔζησαν οἱ φαντάροι μας.
Καί ἡ εἴδηση ξεπέρασε τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος: «Λονδίνο, 23 Νοεμβρίου. – Ὁ ραδιοφωνικός σταθμός τοῦ Λονδίνου μετέδωσε κατά τήν σημερινήν πρωϊνήν ἐκπομπήν του τό ἀκόλουθον συγκινητικόν περιστατικόν, συμβάν εἰς τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα. Μία μικρά ὁμάς Ἑλλήνων στρατιωτῶν, φρουροῦσε εἰς κάποιο σημεῖον τῶν συνόρων, εἶδε νά ἐμφανίζεται ἐνώπιόν της, ἐν τῶ μέσῳ τοῦ σκότους, μία γυνή φέρουσα πέπλον. Ὁ ἐπί κεφαλῆς τῆς μικρᾶς φρουρᾶς ἐφώναξεν εὐθύς: Τίς εἶ Τότε ἡ ἄγνωστος ἀνέσυρε τό πέπλον της καί οἱ Ἕλληνες στρατιῶται ἀντίκρυσαν κατάπληκτοι τό πρόσωπον τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία τούς εἶπεν: «Ἐγώ εἶμαι. Δέν θά λησμονήσω ποτέ τήν προσβολήν πού μοῦ ἔκαμαν εἰς τήν Τῆνον… Ὕστερα ἐξηφανίσθη ἡ Παναγία ἀπό τούς ὀφθαλμούς τῶν στρατιωτῶν, πού εἶχαν γονυπετήσει ἔντρομοι» (12).
Κάποτε στίς δύσκολες ὧρες τῆς μάχης τή λύση θά δώσει χειροπιαστή ἡ χάρη Της.
«Στό ἀλβανικό μέτωπο, μιά πυροβολαρχία εἶχε διαταγή νά βρῆ μέ κάθε τρόπο καί νά σιγήση τά ἰταλικά κανόνια, πού κρυμμένα στά ἀπέναντι ὑψώματα, ἔκαναν μεγάλες ζημιές στίς ἐφοδιοπομπές μας. Ὁ διοικητής τοῦ συντάγματος εἶχε στείλει ἐπανειλημμένως περιπόλους γιά ἀναγνώριση, πού ὅμως δέν κατώρθωσαν ν’ἀνακαλύψουν τίποτε. Τότε ἐκλήθη ὁ παπᾶς τοῦ συντάγματος καί ἔγινε ὑπαίθρια δέηση καί ἐνῶ ὁ οὐρανός ἦταν καταγάλανος, φάνηκαν ξαφνικά στόν ὁρίζοντα δύο συννεφάκια, πού πῆγαν καί κάθησαν σέ μιά μικρή χαράδρα, σά νἄδειχνε ἡ Παναγία τό στόχο. Διετάχθη ἀμέσως «πῦρ ταχύ» καί τό θαῦμα ἔγινε. Ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα τά ἰταλικά κανόνια σίγησαν ὁριστικά… Τό σύννεφο τῆς Παναγίας εἶχε ὁδηγήσει τίς ὀβίδες τοῦ στρατοῦ μας στόν ἐχθρικό στόχο!» (13).
Συχνά τή μαυροφόρα Παναγιά βλέπει κι ὁ ἐχθρός, ὅπως φάνηκε ἀπό μαρτυρίες αἰχμαλώτων καί τοῦ κόβονταν τά γόνατα.
«Δέν εἶναι μόνον οἱ στρατιῶται μας πού βλέπουν τήν Παναγίαν νά τούς ὁδηγῆ εἰς τήν μάχην καί νά τούς κατευθύνη πρός τήν νίκην. Ἰταλοί αἰχμάλωτοι ἀνακρινόμενοι, κατέθεσαν ὅτι βλέπουν καί ἀπό τό μέρος τό ἰδικόν των μία μαυροφορεμένην γυναίκα νά προχωρῆ ἐμπρός ἀπό τάς τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί νά τόν ὁδηγῆ ἐναντίον των. Ἡ ἐντύπωσις δέ αὐτή παρέλυσεν εἰς ἐπανειλημμένας περιπτώσεις τήν ἰταλικήν ἀντίστασιν» (14).
Ἕνα περιστατικό ἀπό ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς δίνει ἀνάγλυφα τίς ἐμπειρίες τῶν Ἰταλῶν.
«Πρό δεκαπέντε ἡμερῶν περίπου ἕνα τμῆμα τοῦ στρατοῦ μας συνέλαβε στό βόρειο Μέτωπο μερικούς Ἰταλούς σκιέρ πού ὁδηγήθηκαν ἀμέσως πρός ἀνάκρισιν. Φυσικά ἡ ἀνάκρισις ἐγένετο μέ διερμηνέα.
-Γιατί δέν στέκεστε νά πολεμήσετε, ἀλλά παραδίδεσθε ἀμέσως. Ἠρώτησεν ὁ ἀνακρίνων ἀξιωματικός ἕναν ἀπό τούς ἀλπινιστάς αἰχμαλώτους.
-Ἐπειδή ξέρομε ὅτι δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα.
-Πῶς τό συμπεραίνετε αὐτό;
-Μά ἐσεῖς ἔχετε καί τίς γυναῖκες πού πολεμοῦν κοντά σας…
-Αὐτό, παρετήρησεν ὁ ἀξιωματικός, ἔγινε μία φορά… στά χωριά τῆς Πίνδου!
-Ποιά Πίνδο, ἐφώναξεν ὁ ἀλπινιστής. Ἐμεῖς εἴδαμε καί προχθές ἀκόμα, ἐπικεφαλῆς ἑνός λόχου σας, μία γυναίκα πού τραβοῦσε μπροστά καί σᾶς ἔδειχνε τό μονοπάτι, ὅπου μᾶς κυκλώσατε.
-Τί γυναίκα ἦταν αὐτή;
-Μιά μαυροφόρα, ψιλή, μελαγχροινή, μέ καλύπτρα γύρω ἀπό τό κεφάλι, πού γύριζε πότε-πότε καί χαμογέλαγε στους φαντάρους σας…
-Τήν εἶδες ἐσύ, αὐτή τή γυναίκα;
-Τήν εἶδα κι ἐγώ καί ἄλλοι «Ἀλπίνι» ὅπως κατεβαίναμε μέ τά σκί, μέσα στά χιόνια… Καί τήν εἶδαν καί ἀπό ἄλλα τμήματα… Κάθε λόχος σας ἔχει καί ἀπό μιά τέτοια Ὁδηγήτρια…» (15) .
Τήν μορφή τῆς Μεγαλόχαρης θά τυπώσουν στά ταχυδρομικά δελτάρια καί στίς λαϊκές ἀπεικονίσεις τῶν μαχῶν, ἀπό ψηλά νά σκέπει τούς φαντάρους ἡ ἁγία μορφή Της. Κι ἐνῶ ἡ ὑπέρμαχος στρατηγός βρίσκεται στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου, σύσσωμος ὁ λαός τῆς Τήνου, ἀφοῦ ἐτέλεσε δέηση γιά τήν νίκη τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων, ἀπεφάσισε νά προσφέρει πρός τήν κυβέρνηση, γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ἀγώνα, ὅλα τά ἀφιερώματα τῆς ἁγίας εἰκόνος Της.
«Ψήφισμα: Ἡ Διοικοῦσα ἐπιτροπή τοῦ πανελληνίου ἱεροῦ Ἱδρύματος τῆς Εὐαγγελιστρίας Τήνου συνελθοῦσα ἐκτάκτως Ἀποφασίζει ὁμοφώνως: Ἐκχωρεῖ, μεταβιβάζει καί θέτει εἰς τήν διάθεσιν τοῦ κυρίου Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως ὅλα τά ἐν τῷ Ἱδρύματι τῆς Εὐαγγελιστρίας ὑπάρχοντα καί εἰς αὐτό ἀνήκοντα ἀναθήματα εἰς τιμαλφῆ ἀντικείμενα καί κοσμήματα παντός εἴδους… ἀξίας κατά πρόχειρον ἐκτίμησιν δραχμῶν πέντε ἑκατομμυρίων (5.000.000) ἵνα ταῦτα ἤ τό ἰσότιμόν των διατεθῶσιν κατά ἀπόλυτον καί ἀνεξέλεγκτον κρίσιν τοῦ Ἀρχηγοῦ διά τάς πολεμικάς τῆς πατρίδος ἀνάγκας διά τόν κοινόν ἔρανον ἤ διά πάντα ἄλλον ἀνάλογον κατά τήν κρίσιν σκοπόν… Τήν μεγάλην καί πατριωτικήν ταύτην ἀπόφασιν… ἐπικροτεῖ ὁμοφώνως ἡ συμπαρισταμένη Διοικοῦσα ἐπιτροπή τῆς κοινότητος Τήνου καί εἰς ἔνδειξιν συνυπογράφει τό παρόν» 1-12-1940 (16).
Ἴσως κάποιος θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ ὅτι ὅλα αὐτά νά ὠφείλοντο στόν εὐφάνταστο, θρησκευόμενο καί ἐνθουσιώδη χαρακτῆρα τῶν Ἑλλήνων. Ὅμως τό καλοκαίρι τοῦ 1973 στά ἀρχεῖα τοῦ Λονδίνου βρέθηκε μιά ἀναφορά τοῦ Ἄγγλου πρεσβευτῆ στήν Ἑλλάδα τήν ἐποχή τοῦ πολέμου M. Palairet. Τό πνεῦμα τοῦ παράξενου αὐτοῦ διπλωματικοῦ ἐγγράφου ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι κι ἕνας ξένος εἶχε καταλάβει, πώς οἱ Ἕλληνες πολεμοῦσαν ἕναν ἐχθρό πού πρόσβαλε τήν Παναγιά, ἔχοντας στά χαρακώματα τήν σεπτή σκιά Της. Ἴσως ἡ κεντρική ἰδέα τοῦ πολέμου τοῦ 1940 νά βρίσκεται στίς προδρομικές διαπιστώσεις αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου πού ἐγράφη στίς 9-12-40:
«Νο 306 Βρεταννική Πρεσβεία ΑΘΗΝΑΙ Δεκέμβριος 9, 1940 : Κύριε μου, Εἰς τήν ἀποστολήν μου Νο 293 τῆς 23ης Νοεμβρίου ἀνέφερα τήν εὑρέως παραδεχόμενη πίστιν ἐδῶ ὅτι ὁ ἑλληνικός στρατός ἀπολαμβάνει τῆς ἰδιαιτέρας προστασίας τῆς Παναγίας τῆς Τήνου καί ὅτι οἱ νίκες του, οἱ ὁποῖες δύνανται ἀσφαλῶς νά ὀνομασθοῦν θαυματουργικές, ὀφείλονται εἰς τήν παρέμβασιν της. Αὐτή ἡ πίστις ἔχει τώρα γίνει πεποίθησις καί ὑπάρχουν ἀναρίθμητες ἱστορίες τῆς παρουσιάσεως τῆς Εὑλογημένης Παρθένου εἰς στρατιώτας εἰς τό μέτωπον, ἐνθαρρύνοντάς τους εἰς τήν μάχην μέ ὑποσχέσεις ὅτι ἡ ἱεροσυλία πού ἔγινε ἀπό τούς Ἰταλούς εἰς τόν Ναόν της κατά τήν ἑορτήν τῆς Κοιμήσεως θά ἐτιμωρεῖτο ἀπό μία μεγάλη ἧττα κατά τόν ἑπόμενον ἑορτασμόν. Ἡ πτῶσις τῆς Κορυτσᾶς τήν νύχτα τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων (Νοέμβριος, 21η) ἐζητωκραυγάσθη σάν ἐκπλήρωσις αὐτῆς τῆς ὑποσχέσεως καί σάν μία περαιτέρω ἀπόδειξις τῆς προστασίας τῆς Παρθένου Μαρίας ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐνισχυθῆ μέ τήν κατάληψι τοῦ Ἀργυροκάστρου στίς 8 Δεκεμβρίου, μία ἄλλη ἑορτή τῆς Παναγίας. Οἱ Ἕλληνες ἔχουν σημειώσει ἐπίσης μέ μεγάλη ἱκανοποίησι ὅτι τό λιμάνι τῶν Ἁγίων Σαράντα, τό ὁποῖον ὠνομάσθη ἔτσι ἀπό τούς 40 Μάρτυρας τῆς Σεβαστείας, ἔπεσε τήν τεσσαρακοστήν ἡμέραν τοῦ πολέμου.
2. Φαίνεται ἀσύνηθες ν’ ἀφιερώνω μία ἐπίσημη ἀποστολή σέ τοιοῦτο θέμα, ἀλλά δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ πεποίθησις ὅτι ὑποστηρίζεται ἀπό ὑπερφυσική βοήθεια ἔχει συμβάλλει πολύ εἰς τήν ἐνθάρρυνσιν τοῦ Ἕλληνος στρατιώτου, εἰς τήν ἀκούραστον ἐπιδίωξί του διά νίκη καί τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἰς τόν ἐνθουσιασμόν του διά τόν πόλεμο. Ἀναγγέλλεται σήμερον ὅτι ὁ λαός τῆς Τήνου, συγκεντρωμένος εἰς τόν Ναόν τῆς Παναγίας στίς 6 Δεκεμβρίου, ὁμοφώνως καί μέ ἐνθουσιασμό υἱοθέτησαν μία πρότασι νά δώσουν εἰς τόν Πρόεδρον τῆς Κυβερνήσεως ὅλα τά ἀφιερώματα ἀπό χρυσό καί ἀσήμι καί πολυτίμους λίθους εἰς τόν Ναόν, τῆς ἀξίας τῶν 5 ἑκατομμυρίων δραχμῶν περίπου. Τό μήνυμα πού συνώδευε αὐτήν τήν ἀγγελίαν εἰς τόν Στρατηγόν Μεταξᾶ ἀναφέρει τήν πεποίθηση τοῦ λαοῦ τῆς Τήνου ὅτι σέ κάποια μελλοντική 15η Αὐγούστου τό νησί θ’ ἀποκαθαρθῆ, ὅπως σέ ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία, ἀπό τό ἔγκλημα τοῦ περασμένου καλοκαιριοῦ μέ μία ἐπίσημο τελετή εἰς τό λιμάνι των, πάνω σέ ἕνα κατακτημένο ἰταλικό πολεμικό πλοῖο τῇ παρουσίᾳ τοῦ Βασιλιᾶ καί τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Κυβερνήσεως.
3. Ὁ Στρατηγός Μεταξᾶς ἔστειλε ἕνα τηλεγράφημα εἰς ἀπάντησιν ἐκφράζοντας τήν συγκίνησί του διά τήν λῆψιν αὐτῆς τῆς προσφορᾶς διά τόν ἡρωϊκό ἀγῶνα πού διεξάγεται ἀπό τό ἔθνος, μέ τόν Βασιλέα ἐπί κεφαλῆς. Καταλήγει μέ αὐτές τίς λέξεις.
«Ἡ ὑπόθεσίς μας ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ὁ λαός τῆς Τήνου θά δικαιωθῆ εἰς τήν πεποίθησίν του ὅτι ἡ βάρβαρος καί δολία ἐπίθεσις κατά τῆς «Ἕλλης», θά λάβη ἐκδίκησιν. Ἡ θαυμασία σας πράξις πίστεως καί πατριωτισμοῦ θ’ ἀντηχήση εἰς ὅλην τήν χώραν θά ἐνδυναμώση ἕτι περαιτέρω τήν θέλησιν ὅλων τῶν Ἑλλήνων διά τήν τελική νίκη θά ἐνισχύση τήν ἐπιθυμία μας, τόσο θαυμασίως ἀποδειχθεῖσαν, νά συνεχίσωμεν κατά κάθε δυνατόν τρόπον τόν ἱερό μας πόλεμο. Αὐτός ὁ πόλεμος, ὁ ὁποῖος ἄρχισε μέ μία ἀπεχθῆ ὕβρι πρός τήν Οἰκτίρμονα Παναγία μας, ἀπό τόν δόλιο ἐχθρό μας, θ’ ἀκολουθεῖται ἀπό τήν εὐλογία της καί θά στεφθῆ μέ νίκην διά τῆς παρεμβάσεώς της»…
4. Ἡ ἐπίθεσις κατά τῆς «Ἕλλης» στήν Τῆνο ἀπεδείχθη πράγματι ἕνα σοβαρό λάθος, διά τό ὁποῖον πρέπει νά μετανοοῦν οἱ Ἰταλοί, τώρα σκληρά. Ὄχι μόνον ἕνωσε τήν Ἑλλάδα, τήν ἐβοήθησε ἀπό τήν ἀρχή μέ τήν πεποίθηση ὅτι τά ὅπλα της ἐβοηθοῦντο θαυματουργικῶς – μία πεποίθησις ἡ ὁποία εἰς αὐτήν τήν χώραν τῶν ἰσχυρῶν καί βαθέων θρησκευτικῶν παραδόσεων ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία.
Ἔχω τήν τιμή νά παραμένω μέ τόν μεγαλύτερο σεβασμό Κύριέ μου
Ὁ πιό ταπεινός καί πλέον πιστός ὑπηρέτης Σας MICHAEL PALAIRET» (17).
Ποιός θά τό φανταζόταν ποτέ, ὅτι ἡ λαβωμένη Παναγιά διά τοῦ διπλωματικοῦ ἐγγράφου θά ἐνημέρωνε τό Foreign Office ὅτι αὐτή ἦταν ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός καί σ’ αὐτήν ὀφείλονται τά νικητήρια. Θυμηθήκαμε μέσα ἀπό αὐθεντικές σελίδες ὅτι τό μεγαλεῖο τοῦ ἔπους τοῦ 1940 βασιζόταν στή βαθιά πίστη στήν πληγωμένη Παναγιά. Μήπως αὐτή ἡ ἀναφορά μας μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέ γόνιμους προβληματισμούς ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς πνευματικῆς μας ταυτότητας ;
Ζωή Γκενάκου
τ. Ἐπικ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου
1 ἐφ. Ἐλεύθερον Βῆμα, 22-12-1940. Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη. «Ἡ Παναγιά τῆς Τήνου στόν ἀγώνα τοῦ ’40», Ἀθήνα 1990, σ. 169 (στά ἀποσπάσματα διατηρεῖται ἡ ὀρθογραφία τους).
2 ὅπ. π., σ. 85.
3 ὅπ. π., σ. 85.
4 ὅπ. π., σ. 57.
5 ἐφημ. Καθημερινή 9-12-1940, ὅπ. π., σ. 119.
6 ἐφημ. «Ἡ πρωῒα» 27-12-1940.
7 ὅπ. π., σ. 137.
8 ἐφ. Ἀσύρματος 19-11-1940.
9 ἐφ. Βραδυνή 26-11-1940.
10 ἐφ. Ἀσύρματος 8-3-1941.
11 Ἄγγελου Τερζάκη, Ἑλληνική Ἐποποιῒα, 1940-41, σ. 84-5.
12 ἐφ. Ἔθνος, 23-11-1940, ὅπ. π., σ. 142.
13 Περ. Γεν. Στρατιωτική Ἐπιθεώρησις, Ἰούλιος 1973. (Ἰ.Ν.Χατζηφώτη, Ἡ ἐκκλησία στόν ἀγώνα τοῦ Σαράντα, σ. 122).
14 ἐφ. Ἐλεύθερον Βῆμα, 23-1-1941, Ἀλ. Φλωράκη, ὅπ. π., σ. 145.
15 ἐφ. Νέα Ἑλλάς, 26-1-1941.
16 ὅπ. π., σ. 111.
17 ὅπ. π., σ. 199.