Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ,
μιλοῦσα μὲ τὰ βότσαλα
τὸ καλοκαίρι·
τὰ τυραγνοῦσα νὰ μοῦ ποῦν
πῶς οἱ τραχιὲς οἱ πέτρες,
γίνονται βότσαλα πανέμορφα!…
Καὶ κεῖνα μοῦ ’δειχναν
τὸ σύρε κι ἔλα τοῦ νεροῦ,
ποὺ τ’ ἀνασήκωνε
καὶ τά ’σπρωχνε ὣς ἔξω
καὶ πάλι τά ’σερνε
μέσα στὴ θάλασσα,
σ’ ἕνα ἀσταμάτητο
μπρός-πίσω·
ποὺ τ’ ἀνατάριαζε σὰ μάνιαζε
κι αὐτὰ κροτάλιζαν παράξενα
καθὼς χτυπιόντουσαν
τό ’να μὲ τ’ ἄλλο…
Τώρα ποὺ φθινοπώριασε,
στῆς πολιτείας τοὺς δρόμους
φέρνω στὸ νοῦ
τὸ σύρε κι ἔλα τοῦ νεροῦ…
Ὦ βίου κύματα ἀσίγαστα
«τῶν συμφορῶν καὶ τῶν θλίψεων…».
Ἀκατέργαστη πέτρα
παραδέρνω στὴ δίνη
κι ὅπου ἀγγίζω, πληγώνω·
ἄμποτε νὰ γινόμουνα
ἕνα βόσταλο λεῖο…
ΝΑΥΣΙΚΑ ΙΕΣΣΑΙ ΚΑΣΙΜΑΤΗ