H Γέννησις του Σωτήρος, γεγονός μοναδικόν, συνταρακτικής σημασίας και απροσμετρήτου μεγέθους, απετέλεσε από την πρώτην έμφάνισιν της χριστιανικής ζωγραφικής ένα από τα πλέον προσφιλή και τα πλέον συγκινούντα θέματά της. Ο ειδικός Ρώσος αισθητικός της χριστιανικής τέχνης Λεωνίδας Οσπένσκυ γράφει, ότι «η εικών της Γεννήσεως … τόσον με τα χρώματά της όσον και με τον πλούτον των λεπτομερειών της, ίσως δε ακριβώς εξ αιτίας της «αφελότητός» των, είναι η πλέον χαρμόσυνος από τας εορτίους εικόνας». «Βασιζομένη εις την Αγίαν Γραφήν και την Ίεράν Παράδοσιν θέτει προ οφθαλμών και μας αποκαλύπτει το δογματικόν περιεχόμενον της εορτής εν συνόλω».
Ή πρώτη προσπάθεια απεικονίσεως του γεγονότος της Γεννήσεως έγινε εις την κατακόμβην της Αγίας Πρισκίλλης εις την Ρώμην, όπου παρουσιάζεται ή Παρθένος, το Θείον Βρέφος, ένας Προφήτης και το άστρον. Ή σκηνή απηχεί την προφητείαν τού προφήτου της Π. Διαθήκης Βαλαάμ: «ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ (Αριθμ. κδ’, 17) .Επίσης εις τας κατακόμβας συναντάται κατά τον Γ’ αιώνα το θέμα των Χριστουγέννων με την συμβολικήν σημασίαν της προσφοράς των δώρων από τούς Μάγους εις 14 παραδείγματα. ‘Ο αριθμός των δεν είναι καθορισμένος. Συνήθως είναι τρεις (Γάσπαρ, Μελχίωρ και Βαλτάσαρ), άλλοτε όμως δύο ή τέσσαρες. Φέρουν το φρυγικόν πίλον και προσφέρουν τα δώρα, τα οποία κρατούν εις την ένθρονον Θεοτόκον, που εικονίζεται μετά τού Παιδός πού ενίοτε εκτείνει την χείρα.
Ή Γέννησις τού Χριστού απεικονίζεται λεπτομερέστερον μετά τον καθορισμόν της εορτής των Χριστουγέννων κατά τον Δ’ μ.Χ. αιώνα, και τον χωρισμόν αυτής οπό την Βάπτισιν τού Χριστού (Θεοφάνεια), με την δπσίαν συνεωρτάζετο μέχρι τότε.
Το πρωτότυπον της ευρίσκεται επί αμπουλών, δηλ. μικρών δοχείων, εντός των οποίων προσκυνηταί, πού επέστρεφαν οπό τούς ‘Αγίους Τόπους, μετέφερον ολίγον έλαιον από τας εκεί αναμμένας κανδήλας. Αι άμπουλαι αυταί χρονολογούνται από τού Δ’ – ΣΤ’ αίώνος. Η κλασσική ορθόδοξος παράστασις της Γεννήσεως παρά τας διαφόρους αύτας παραλλαγές και παρά την εξέλιξιν και τον πλουτισμόν της εικόνος κατά τας διαφόρους εποχάς, περί τών οποίων δεν δύναται εις το παρόν άρθρον να γίνει λεπτομερέστερος λόγος, έχει ως εξής:
Εις το κέντρον προ ενός βάθους από όρη σχηματίζεται το σπήλαιον, υπό την μορφήν ενός τριγωνικού ανοίγματος εντός του οποίου ζωγραφίζεται η φάτνη των αλόγων. Επάνω εις αυτήν ευρίσκεται το Θείον Βρέφος. Αριστερά και έμπροσθεν αυτού, σπανιώτερον δε δεξιά, εικονίζεται η Παναγία Μητέρα, κατά διαφόρους τύπους, ή καθημένη, ή ξαπλωμένη, ή γονυπετής, ή θηλάζουσα. «Όπισθεν της φάτνης προβάλλουν τα κεφάλια δύο ζώων, τού βοδιού και του όνου, σύμφωνα άλλως τε προς την προφητείαν του προφήτου Ησαΐου: «Έγνων βούς τον κτησάμενον, και όνος την φάτνην τού κυρίου αυτού» (α’, 3).
Τούτο το κεντρικόν τμήμα της εικόνος της Γεννήσεως περιβάλλεται από ωρισμένα γνωστά επεισόδια, γνωστά είτε εκ της ευαγγελικής Ιστορίας είτε εκ της παραδόσεως των αποκρύφων. Εις το ανώτατον τμήμα της όλης συνθέσεως και άνω ακριβώς της κορυφής του τριγώνου εικονίζεται δι’ ημικυκλίου ο ουρανός, υπό τον οποίον προβάλλει λαμπρός ο αστήρ που ωδήγησε τους Μάγους και του οποίου το φώς καταυγάζει το Θείον Βρέφος. Κάτω εις το μέσον ή εις μίαν των γωνιών τού τριγώνου του ορεινού συγκροτήματος ζωγραφίζεται η σκηνή του λουτρού του νεογνού, εμπνευσμένη από τα απόκρυφα ευαγγέλια. Εις μίαν γωνίαν επίσης ή απέναντι από την προηγουμένην σκηνήν εικονίζεται ο δίκαιος Ιωσήφ, να κάθεται επάνω εις ένα βράχον και να σκέπτεται. Τούτο εκφράζεται διά της στηρίξεως της κεφαλής διά της παλάμης του. Εις το άνω μέρος αριστερά παρίστανται οι άγγελοι και πιο κάτω, στο ίδιο μέρος, οι τρείς Μάγοι, πολλάκις έφιπποι, να κρατούν εις κιβώτια τα δώρα των. Δεξιά συμμετρικώς προς τους Μάγους ζωγραφίζονται οι ποιμένες, τρεις τον αριθμόν ή σπανιώτερον δύο, εκ των οποίων ό νεώτερος κάθεται και παίζει τον αυλόν του, ο δε πρεσβύτερος στηρίζεται επί της ποιμενικής του ράβδου. Το όλον τοπίον εξαίρεται με φυτικήν βλάστησιν, με πρόβατα και ενίοτε με παραρρέοντα ύδατα.
Εις αυτά τα κύρια στοιχεία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως προστίθενται κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας (μεταβυζαντινήν) νέα στοιχεία, προερχόμενα από την ιταλικήν αναγέννησιν και την τέχνην τής Δύσεως εν γένει.
Το κεντρικόν θέμα της εικόνος της Γεννήσεως ανταποκρίνεται προς το γνωστόν κοντάκιον της εορτής, ποίημα Ρωμανού τού Μελωδού:
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι,
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι
δι’ ημάς γάρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός».
Η όλη εικών με τας λεπτομερείας της μας υπενθυμίζει το μέγα χριστολογικόν δόγμα της Εκκλησίας. Υπογραμμίζει και διδάσκει τόσον την θεότητα όσον και την ανθρωπότητα του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Μας τοποθετεί έναντι των συνεπειών της θείας ενανθρωπήσεως του Σωτήρος. Κατά Γρηγόριον τον Θεολόγον, ή Γέννησις του Χριστού είναι εορτή της αναδημιουργίας του κόσμου· είναι εκείνη που ανανεώνει και αγιάζει το σύμπαν. Η θεία ενσάρκωσις δίδει εις όλην την πλάσιν νέον νόημα. Διά τούτο όλη η κτίσις λαμβάνει μέρος εις το μυστήριον της Γεννήσεως του Λυτρωτού. Όπως ακριβώς ψάλλει η Εκκλησία, με το δ’ στιχηρόν του Εσπερινού της εορτής:
«Έκαστον γάρ τών υπό σου γενομένων
κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει·
οι Άγγελοι τον ύμνον·
οι ουρανοί τον αστέρα· η γη το σπήλαιον·
οι Μάγοι τα δώρα· η έρημος την φάτνην·
οι ποιμένες το θαύμα· ημείς δε Μητέρα Παρθένον».
Έτσι η ορθόδοξος εικών, συνδυάζουσα το ιστορικόν περιεχόμενον της Θείας Γεννήσεως και υποβάλλουσα εις τον πιστόν τας μεγάλας δογματικας αληθείας του δυσερμηνεύτου χριστολογικού δόγματος καθίσταται μέσον έπαγωγικόν, διά να δυνηθη η Εκκλησία να διδάξη τας μεγάλας της αληθείας και εις τους πλέον απλούς ανθρώπους, ενώ εις την Δύσιν το ιστορικόν και δογματικόν περιεχόμενον της εικόνος υποκαθίσταται από ένα αισθηματικόν και πιο ανθρώπινον περιεχόμενον, πού απλώς μας συγκινεί και μας θέλγει με το να μας υπενθυμίζει γνωστές τρυφερές οικογενειακές στιγμές. Διά τούτο πολύ επιτυχώς ο και ανωτέρω μνημονευθείς Λ. Ουσπένσκυ συνοψίζει τας επί της εικόνος της Γεννήσεως σκέψεις του με το εξής συμπέρασμα : «Η εικών υψώνει το πνεύμα μας, τα αισθήματά μας και τας αισθήσεις μας εις την θεωρίαν και την γνώσιν του μυστηρίου της Σαρκώσεως και μας καθιστά μετόχους του πνευματικού θριάμβου της εορτής».
Αυτήν την πνευματικήν ατμόσφαιραν της ανεκφράστου χαράς και της ευφροσύνης, πού καταυγάζει τα σύμπαντα, ας δοκιμάσωμεν και ήμεις προσκυνούντες την εικόνα της Θείας Γεννήσεως του Σωτήρος.
Πόπη Κωνσταντινίδου
Θεολόγος